Για πρώτη φορά στο τέλος μιας παράστασης του Τερζόπουλου, είχα την αίσθηση ότι θέλαμε «κι άλλο». «Κι άλλο» θέατρο "Άττις". Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η παράσταση σκηνοθετήθηκε για τη γιορτή των 30 χρόνων του. Όπως κάθε λέξη του κειμένου, το «ανκόρ» γεννήθηκε πάνω στη σκηνή. Η διαφορά με τις υπόλοιπες είναι ότι αυτή δε γεννήθηκε μόνο καθώς προφερόταν αλλά ήταν η ίδια η ακουστική γεύση της παράστασης.
Το "Ανκόρ" δεν είναι απλά μια παράσταση για τον έρωτα, ούτε καν μια επιτέλεση του έρωτα. Δεν είναι απλά μια ενσάρκωση της εξουσιαστικής δύναμης μιας σειρήνας επί του ανυπεράσπιστου άντρα που προσπαθεί να λυθεί από τα κατάρτια για να την ακολουθήσει στην καταστροφή τους. Αυτοί οι δύο, η γυναίκα και ο άντρας, δεν είναι πια δύο. Η επαφή τους δε χάνεται ούτε μια στιγμή. Καθ' όλη τη διάρκεια της ένωσής τους και της προσπάθειάς τους να απομακρυνθούν, τα βλέμματα τους, οι κραυγές και η κίνησή τους βρίσκονται σε απόλυτη συμμετρία. Σχηματίζουν έναν κάθετο και έναν οριζόντιο άξονα από τον οποίο πλαισιώνονται και τον οποίο πλαισιώνουν, πάντα ενωμένους σταυρικά. Ένα ζευγάρι με κέντρο τα σώματά τους, σώματα που καθιστούν ορατό το κέντρο του φωτεινού άσπρου σταυρού, που κάποια στιγμή γίνεται κόκκινο. Ένα ζευγάρι που πια δεν αντιμάχεται τη δυναμική του, αλλά μέσω της δυναμικής του αντιμάχεται την ίδια τη φόρμα που σχηματίζει. Άλλοτε γίνονται θηρία και άλλοτε τραγουδούν σαν πουλιά. Μαζί, ως ένα, ως μια πρωταρχική ζωώδης δύναμη αντιμάχονται μια άλλη εξουσία, αυτή της καθαρότητας και της λογικής, αυτή της γεωμετρίας μέσα στην οποία παρόλα αυτά κινούνται. Αρθρώνουν τις λέξεις που τους πνίγουν σα να μην έχουν επιλογή, σα να είναι κάθε λέξη μια προσπάθεια να είναι η τελευταία. Η λέξη, είναι και αυτή φόρμα, παρόλο που καταφέρνει να μην υποταχθεί σε ένα κείμενο, παρόλο που έχει επίγνωση της σάρκας της, και επειδή ακριβώς έχει επίγνωση της σάρκας της.
Η μάχη ανάμεσα σε μια ζωώδη εκδοχή του σώματος που προσπαθεί να αντισταθεί στην ίδια του την υποταγή στον οριοθετημένο σκηνικά χώρο της γεωμετρίας, της καθαρής λογικής, είναι μια μόνιμη αναζήτηση του Τερζόπουλου. Το Ανκόρ είναι μια από τις καλύτερες εκδοχές της. Εκτός από τα ασκημένα σε αυτή την αναζήτηση σώματα της Σοφίας Χιλλ και του Αντώνη Μυριαγκού, το κείμενο του Θωμά Τσαλαπάτη γίνεται ένα με τη ματιά του Τερζόπουλου, σα να γράφτηκε για να της δώσει επιτέλους λόγο. Το κείμενο γίνεται η άρθρωση λέξεων και διαστημάτων ανάμεσα στις λέξεις, παντοτινή μάχη ανάμεσα στο αρθρωμένο και σ' αυτό που δεν αρθρώνεται. Το βλέπεις πως υπάρχει «κι άλλο», ένα άλλο που δε χωράει στη λέξη, ούτε καν όταν πραγματικά αυτή γεννιέται πάνω στη σκηνή. Ένα «κι άλλο» που δεν μπορεί να δοθεί παρά μόνο ως αόρατο, παρά μόνο ως κάτι που δεν θα μπορούσε να ιδωθεί ποτέ.
Ιστότοπος για ανταλλαγή απόψεων και έκφραση ιδεών