Η "Μοναδολογία" αποτελεί ένα από τα τελευταία και, ταυτοχρόνως, μείζονα έργα του Γερμανού φιλοσόφου Leibniz. Εγράφη ἐνἔτει 1714 με σκοπό την προώθηση μιας εκλαϊκευμένης εκδοχής του φιλοσοφικού συστήματός του. Νωρίτερα, το ίδιο έτος, είχε συνεγράψει τις "Αρχές της Φύσεως και της Χάριτος βασισμένες στον Λόγο", ένα δοκίμιο το οποίο προωρίζετο για τον πρίγκηπα της Σαβοΐας Ευγένιο. Το κείμενο της Μοναδολογίας, αρχικώς, παρέμενε ατιτλοφόρητο έως την υιοθέτηση αυτού του τίτλου από τον πρώτο εκδότη των φιλοσοφικών γραπτών του Leibniz, J.E.Erdmann.
Το σημαντικότατο αυτό έργο θίγει συνοπτικά τα εξής θέματα: α) Οντολογία των συστατικών δομών της πραγματικότητος (Μονάδες), της αυτοσυνειδήσεως και του Θεού, β) Κοσμολογία (αλληλεπίδραση σωμάτων και αιτιότητα) καθώς, και γ) Ψυχολογία (σχέση της Ψυχής με το σώμα).
Οι πρώτες 18 παράγραφοι ενδιατρίβουν αποκλειστικά στο οντολογικό θεμέλιο του λεϊβνιτιανού συστήματος, ήτοι στις Μονάδες. Ο φιλόσοφος εισάγει αξιωματικά την έννοια της Μονάδος, ως βάσεως της υλικής και πνευματικής πραγματικότητος. Παρακάτω, απαριθμούμε τα χαρακτηριστικά της φύσεώς των:
α) Η Μονάς είναι μία απλή ουσία, η οποία εισέρχεται, ήτοι απαρτίζει, στα σύνθετα. (§1)
β) Η Μονάς δεν έχει μέρη και, ως εκ τούτου, ούτε έκταση, ούτε σχήμα, ούτε χαρακτηρίζεται από διαιρετότητα. Άχρι τούδε, συνάγεται ότι αποτελούν τα «Στοιχεία των πραγμάτων». (§3)
γ) Δεν υφίσταται φυσική γέννηση και φθορά δι' αυτές∙ δύνανται μόνον να δημιουργηθούν διά μιας και να παύσουν με εκμηδένιση. (§4-6)
δ) Επιπλέον, δεν υφίσταται μεταβολή στο εσωτερικό τους. Οι Μονάδες είναι εσώκλειστες, απηλλαγμένες από κάθε εξωτερική σχέση. Ούτε ιδιότητα, αλλά ούτε και ουσία δύναται να εισέλθει σε μία Μονάδα. Όπως λέγει και ο ίδιος ο φιλόσοφος στη γνωστή ρήση του: «Οι Μονάδες δεν έχουν παράθυρα από όπου κάτι τι μπορεί να εισέλθει ή να εξέλθει». (§7)
ε) Ωστόσο, η ποιότης (qualite) αποτελεί το διακριτικό κάθε όντος. Έτσι, είναι αναγκαίο και οι Μονάδες να προσκτούν κάποιες ποιότητες, διαφορετικά δεν θα ήτο δυνατόν να διακριθεί μία κατάσταση από μία άλλη. Με άλλα λόγια, μετέχουν στο ποιόν και όχι στο ποσόν. Κάθε Μονάς πρέπει να διακρίνεται από κάθε άλλη, διότι στη Φύση δεν υφίστανται δύο εντελώς όμοια όντα (επιρροή από τη σχολαστική φιλοσοφία). Η διαφορά κάθε Μονάδος είναι μία εσωτερική διαφορά, ήτοι μία εσωτερική μεταβολή, που δεν έλκει την καταγωγή της έξωθεν, αλλά από την ίδια τη Μονάδα ή, αλλέως, την εσωτερική αρχή της (principeinterne). (§8-11)
στ) Στο εσωτερικό της Μονάδος πρέπει να υπάρχει μία λεπτομέρεια του μεταβαλλομένου, επακόλουθο της οποίας είναι μία πολλαπλότητα, που περικλείεται μέσα στην ενότητα της απλής ουσίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο, είναι αίτημα η Μονάς να είναι αμερής, ἐν τούτοις, να υπάρχουν σχέσεις και διαθέσεις (affections) στο εσωτερικό της. (§12, 13)
ζ) «Η μεταβατική κατάσταση που περιβάλλει και αναπαριστά μία πολλαπλότητα μέσα στην ενότητα ή μέσα στην απλή ουσία δεν είναι τίποτα άλλο παρά αυτό που ονομάζουμε Αντίληψη». Η αντίληψη (Perception) αφορά στη μεταβολή της προοπτικής της Μονάδος, όπως θα γίνει φανερό στη συνέχεια. Η μετα-αντίληψη (Apperception) είναι, θα λέγαμε, η αντίληψη της αντιλήψεως, ήτοι η δυνατότητα των ελλόγων όντων να έχουν συνείδηση εαυτών (αυτοσυνείδηση). (§14)
η) Η εσωτερική αρχή που προηγουμένως ελέχθη ονομάζεται Όρεξις (Appetition). Αυτή είναι υπαίτια για τη μεταβολή των αναπαραστασιακών καταστάσεων-αντιλήψεων. (§15)
θ) Όλες οι απλές ουσίες ή Μονάδες δύνανται να ονομασθούν Εντελέχειες, καθώς περικλείουν μία τελειότητα, η οποία δεν είναι άλλη από την αυτοκινησία τους. (§18)
α) Στην 19η παράγραφο τελείται μία σημαντική διάκριση: Οι Μονάδες αποτελούν τις απλές ουσίες που έχουν μόνο αντιλήψεις, ενώ οι Ψυχές αποτελούν, επιπλέον, εκείνες τις Μονάδες των οποίων οι αντιλήψεις είναι πιο ευκρινείς και συνοδεύονται από μνήμη. Τοιουτοτρόπως, οι Μονάδες διακρίνονται σε απλές και σε ανώτερες. Η Ψυχή ανήκει στις δεύτερες και έχει την ικανότητα οι αντιλήψεις της να κινούνται σε διαφόρους βαθμούς ευκρινείας. Π.χ. οι αντιλήψεις του βαθέος ύπνου και της λιποθυμίας είναι σκοτεινές, ενώ της εγέρσεως πιο ευκρινείς. (§19, 20)
β) Κάθε αντίληψη ή διάθεση της Μονάδος προμηνύει τις μελλοντικές αντιλήψεις, εφόσον στην φύση ισχύει η απόλυτη αιτιοκρατία και εφόσον η παρούσα διάθεση αποτελεί φυσικό επακόλουθο της προηγουμένης. (§22)
γ) Η μνήμη προσκομίζει στις Ψυχές μία ακολουθία των αντιλήψεων. Σε αυτήν την ακολουθία εδράζεται και η μάθηση των ζώων (σκύλος-ραβδί). Αναλόγως, η ένταση των εντυπώσεων-αντιλήψεων, τις οποίες αναπαράγει η φαντασία, επιδρά λιγότερο ή περισσότερο σε αυτά. (§26, 27)
α) Αυτό που διακρίνει τον άνθρωπο από όλα τα υπόλοιπα ζώα είναι η Λογική Ψυχή ή το Πνεύμα. Αυτό μάς καθιστά ικανούς να γνωρίζουμε τις αναγκαίες και αιώνιες αλήθειες, καθώς και εαυτούς και τον Θεό. Η γνώση αυτών των αληθειών οδηγεί τον άνθρωπο στον αναστοχασμό (Reflexion), ήτοι στις Πράξεις εσωτερικής παρατηρήσεως. Από τον αναστοχασμό αυτόν προκύπτει η έννοια του Εγώ και της εσωτερικότητος. Οι Πράξεις εσωτερικής παρατηρήσεως παρέχουν το κύριο υλικό των ανθρωπίνων συλλογισμών. (§29, 30)
β) Η επιστήμη εδράζεται στον συλλογισμό, ήτοι στη λογική μέθοδο, και αυτός με τη σειρά του σε δύο μεγάλες αρχές: (i) την Αρχής της Αντιφάσεως, και (ii) την Αρχή του Αποχρώντος Λόγου (Raisonsuffisante). Η πρώτη αφορά στη διάκριση ψευδούς και αληθούς∙ ψευδές είναι ό,τι ενέχει αντίφαση και αληθές ό,τι είναι αντίθετο ή αντιφατικό προς το ψευδές. Η δευτέρα αφορά στην αναγκαία ύπαρξη ενός αιτίου και ενός αιτιατού. (§31, 32)
γ) Οι Αλήθειες, τις οποίες ανακαλύπτει ο νους είναι δύο ειδών: (i) οι Αλήθειες του Λόγου (είναι αναγκαίες και το αντίθετό τους αδύνατον) και, (ii) οι Αλήθειες του Γεγονότος (είναι ενδεχομενικές και το αντίθετό τους δυνατόν). Οι πρώτες δύνανται να αναλυθούν σε απλούστερες αλήθειες και να τις εύρουμε και πάλι (αναλυτικές προτάσεις). Αυτή η μέθοδος ακολουθείται από τους Μαθηματικούς. Ωστόσο, υπάρχουν απλές ιδέες ή πρώτες αρχές, οι οποίες δεν δύνανται ούτε να ορισθούν, ούτε να αναλυθούν. Αυτές είναι οι ταυτολογικές προτάσεις. (§31-35)
α) Ο αποχρών λόγος επεκτείνεται τόσο στις αλήθειες του λόγου, όσο και στις αλήθειες του γεγονότος. Η αναγωγή στις αιτιακές αλύσους της Φύσεως θα έβαινε επ' άπειρον. Αυτού του είδους η πρόοδος είναι ματαία και δεν ωφελεί τη γνώση. Είναι ανάγκη, λοιπόν, ο έσχατος αποχρών λόγος να ευρίσκεται εκτός της αιτιακής συναφείας και να θεμελιώνει κάθε αλήθεια∙ αυτός δύναται να υπάρχει μόνον εντός της αναγκαίας ουσίας του Θεού. (§37, 38)
β) Ο Θεός αποτελεί τον έναν και επαρκή αποχρώντα λόγο του ενός και πραγματικού συστήματος της Φύσεως. (§39)
γ) Η Υπέρτατη αυτή Υπόσταση είναι μοναδική, καθολική, αναγκαία μη έχουσα όρια και περιέχουσα άπαν το δυνατό εἶναι. Εξ αυτού έπεται ότι περικλείει κάθε τελειότητα, η οποία λογίζεται ως το υπό αυστηρή έννοια μέγεθος της θετικής πραγματικότητος∙ και, εφόσον ο Θεός δεν έχει όρια, συνάγεται ότι οι τελειότητες ή η τελειότητα (εάν συνοψίσουμε άπασες σε μία) είναι άπειρες/η. Οι τελειότητες των Δημιουργημάτων χορηγούνται από τον Θεό, ενώ οι ατέλειές τους αποτελούν αποκύημα της φύσεώς των. (§40-42)
δ) Ο Θεός συνιστά την πηγή των υπάρξεων (existences), αλλά και των ουσιοτήτων (essences – ο Στ. Λαζαρίδης μεταφράζει τον όρο «substance» ως «υπόσταση» και τον όρο «essence» ως «ουσιότητα») των πραγματικών και των δυνατών όντων. (§43)
ε) Οι Μονάδες δημιουργούνται αστραπιαίως από τον Θεό, την πρώτη Ενότητα∙ αποτελούν «ακτινοβολίες της Θεότητος». (§47)
στ) Η Μονάς των Μονάδων, ο Θεός, κατέχει κοινές με τις υπόλοιπες Μονάδες ιδιότητες: όπως οι τελευταίες διαθέτουν τη Βάση ή υποκείμενο, την αντιληπτική ικανότητα και την ορεκτική ικανότητα, έτσι και Αυτός διαθέτει την Ισχύ, τη Γνώση και τη Βούληση. (§48)
α) Ο Leibniz συνδέει τις έννοιες «Δράση» και «Πάθος» με τις έννοιες της τελειότητος και της ατελείας. Η Δράση αποδίδεται στη Μονάδα, όταν έχει ευκρινείς αντιλήψεις, και το Πάθος, όταν οι αντιλήψεις της είναι συγκεχυμένες. (§49)
β) Στην 50η παράγραφο εισάγεται η έννοια της οντολογικής διαβαθμίσεως στα Δημιουργήματα: δεν κατέχουν όλα τον ίδιο βαθμό τελειότητος, αλλά κάποια υπερτερούν σε σχέση με κάποια άλλα. Ένα Δημιούργημα είναι τελειότερο κάποιου άλλου, όταν στο πρώτο ευρίσκεται a priori ένας λόγος, ο οποίος είναι ικανός να εξηγήσει ό,τι συμβαίνει στο δεύτερο. Ωστόσο, αυτή η αλληλεπίδραση δεν συμβαίνει στις απλές ουσίες (Μονάδες) παρά μόνο κατ' έμμεσον ή ιδεατό τρόπο. Η επίδραση της μιας πάνω στην άλλη τελείται μόνο διά μέσου του Θεού, ο οποίος υπολογίζει κάθε Μονάδα κατά τη δημιουργία όλων των άλλων. Υφίσταται, λοιπόν, μόνον μία ἐν μέρει εξάρτηση μιας Μονάδος εκ μιας άλλης. (§50, 51)
γ) Τοιουτοτρόπως, κάποια Δημιουργήματα είναι δραστήρια, εκ των οποίων δυνάμεθα να εξηγήσουμε γεγονότα που λαμβάνουν σε κάποια άλλα Δημιουργήματα, και κάποια είναι παθητικά, σχετικά με τα οποία εντοπίζουμε τον λόγο του γεγονότος που λαμβάνει χώρα σ' αυτά σε κάποιο άλλο Δημιούργημα. (§52)
α) Στις παραγράφους 53 έως και 59, ο φιλόσοφος εισάγει την έννοια του Βελτίστου Κόσμου και της προοπτικής. Ανάμεσα στους άπειρους δυνατούς κόσμους, που προκύπτουν από τους απείρους συνδυασμούς αλληλεπιδράσεων των Ιδεών Του, μόνον ένας είναι δυνατός να υπάρξει κατά αντικειμενικό τρόπο. Το κριτήριο για την επιλογή αυτού του κόσμου πρέπει να είναι η έννοια του «Βελτίστου», τουτέστιν, του τελειοτάτου. Η σοφία γνωστοποιεί στον Θεό αυτόν τον κόσμο, η αγαθότητα επιδρά σε Αυτόν για να τον επιλέξει και η Ισχύς Τού παρέχει τη δύναμη για τον φέρει στην ύπαρξη. Μέσα σε αυτόν τον Βέλτιστο Κόσμο, κάθε Μονάς αναφέρεται σε όλες τις άλλες και αποτελεί έναν «ζωντανό καθρέπτη του σύμπαντος». (§53-56)
β) Η «προοπτική» αφορά στην αντίληψη που έχει κάθε Μονάς περί του σύμπαντος. Έτσι, καθίσταται ευκόλως αντιληπτό, ότι οι δυνατές προοπτικές-θεάσεις του κόσμου είναι άπειρες και ομοιάζουν προς την εκ διαφορετικής οπτικής γωνίας εποπτεία μιας πόλεως. Σε αυτόν τον Βέλτιστο Κόσμο υπάρχει τόσο η μεγαλύτερη δυνατή ποικιλία όσο και η μέγιστη δυνατή τελειότητα. Το κριτήριο διακρίσεως κάθε Μονάδος είναι η προοπτική και ο διαφορετικός βαθμός ευκρινείας της αντιλήψεως. (§57-60)
γ) Η κίνηση και η δύναμη που συμβαίνουν μέσα στο σύμπαν δεν αφορούν μόνον στα άμεσα εμπλεκόμενα σώματα, αλλά και σε κάθε άλλο. Κάθε σώμα αποτελεί μέρος του πεπληρωμένου κόσμου και, ως εκ τούτου, αποτελεί μέρος της αιτιακής αλύσεως. (§61)
α) Κάθε Μονάς αναπαριστά με υψηλή ευκρίνεια το σώμα του οποίου αποτελεί την Εντελέχεια∙ αμφότερα απαρτίζουν το ζῷον (animal). Η τελειότητα που ενυπάρχει σε όλο το σύμπαν ενυπάρχει αναγκαστικά και στο ον, την ψυχή και το σώμα, που το αναπαριστούν. (§62-63)
β) Η Θεία Τέχνη διαφοροποιείται από την Ανθρώπινη κατά το ότι ακόμα και το ελάχιστο μέρος ενός εμβίου δημιουργήματός του Θεού εξακολουθεί να εργάζεται κατά τρόπο μηχανικό, δηλαδή έχει ζωή, σε αντίθεση με ένα ανθρώπινο δημιούργημα, το οποίο δεν συμπεριφέρεται ως μηχανή σε όλα τα μέρη του. Επίσης, η ύλη είναι επ' άπειρον διαιρετή και κάθε ελάχιστο τμήμα της περιέχει κίνηση. Σε ένα τέτοιο απειροελάχιστο μέρος ευρίσκουμε Ζώα, Εντελέχειες και Ψυχές. Κατ' αυτό το σύστημα αποφεύγεται το Χάος μέσα στο σύμπαν. (§64-70)
γ) Κάθε ψυχή αλλάζει σταδιακά το σώμα της, ωστόσο ποτέ δεν περιέρχεται σε μία ασώματη κατάσταση∙ μόνον ο Θεός είναι ασώματος. Eξ αυτού συνάγεται ότι δεν υφίσταται ούτε τέλεια γένεση (εκ του μη όντος), ούτε τέλειος θάνατος. Ουσιωδώς, η πρώτη λογίζεται ως ανάπτυξη και ο δεύτερος ως περικαλύψεις και ελαττώσεις. (§71-77)
δ) Στην 78η παράγραφο ο Leibniz εισάγει την πλέον γνωστή έννοια του φιλοσοφικού συστήματός του, αυτήν της προκαθορισμένης αρμονίας (harmonie pré-établie), ήτοι η αρμονία, η οποία έχει τεθεί από τον Θεό κατά τη δημιουργία των Μονάδων. Η harmonie pré-établie αφορά ουσιωδώς τόσο στην οντολογική συμβατότητα των Δημιουργημάτων, όσο και στην αιτιοκρατία που υφίσταται ως βάση στη σχέση των. Μία, επίσης, σημαντική διάκριση αφορά στις πράξεις των ψυχών και των σωμάτων: οι πρώτες δρουν με βάση τα τελικά αίτια (σκοποί, ορέξεις, μέσα), ενώ τα δεύτερα με βάση τα ποιητικά αίτια ή τις κινήσεις. Τα δύο αυτά βασίλεια (ποιητικών και τελικών αιτίων) ευρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους. (§78-80)
ε) Οι Ψυχές, ως Μονάδες με υψηλότερη αντιληπτική ευκρίνεια, αποτελούν, τρόπον τινά, κάτοπτρα του σύμπαντος. Ωστόσο, τα Πνεύματα διαθέτουν και μία επιπλέον ικανότητα: συνιστούν εικόνες του ιδίου του Δημιουργού, ήτοι της Θεότητος και αυτή η ιδιότητα τους επιτρέπει να δημιουργούν με τη σειρά τους κατωτέρας ποιότητος έργα. Έτσι, τα Πνεύματα καθίστανται ικανά να κοινωνούν με τον Θεό και η σχέση τους να είναι όχι μόνο σχέση Δημιουργού-Μηχανής, αλλά και Πατρός-παιδίου. (§83-84)
στ) Τέλος, αυτή η σχέση των Πνευμάτων με τον Θεό αποτελεί την Πολιτεία του Θεού με μονάρχη την Υπέρτατη Υπόσταση. Διακρίνονται δύο ακόμα Βασίλεια: το Βασίλειο της Φύσεως (αρμονία μεταξύ των σωμάτων) και το Ηθικό Βασίλειο της Χάριτος (Πολιτεία του Θεού). Η Θεότης, στη σχέση της με τον Κόσμο, επιτελεί τόσο τον ρόλο του νομοθέτου, όσο και αυτόν του Αρχιτέκτονος. Κατά συνέπεια οι αμοιβές και οι ποινές προκύπτουν φυσικά από την αρμονία της Κτίσεως. (§85-90)
Ιστότοπος για ανταλλαγή απόψεων και έκφραση ιδεών