Απ' όλα τα ζευγάρια στην ιστορία της σύγχρονης σκέψης (Freud και Lacan, Marx και Lenin…), ο Kant και ο Sade είναι ίσως το πιο προβληματικό: η δήλωση «ο Kant είναι ο Sade» είναι «η άπειρη κρίση» της μοντέρνας ηθικής, η οποία θέτει το σύμβολο της ισότητας μεταξύ δύο ριζικών αντιθέτων, δηλαδή ισχυρίζεται ότι η ανιδιοτελής υψηλή ηθική συμπεριφορά με κάποιο τρόπο ταυτίζεται με, ή επικαλύπτεται από, την ανεξέλεγκτη έλξη στην απόλαυση της βίας. Πάρα πολλά –ίσως και τα πάντα– διακυβεύονται εδώ: υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα στην καντιανή φορμαλιστική ηθική και την ψυχρή δολοφονική μηχανή του Άουσβιτς; Είναι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι εκτελέσεις και οι γενοκτονίες σαν μια ουδέτερη εργασία εγγενείς συνέπειες της προσήλωσης του Διαφωτισμού στην αυτονομία του Λόγου; Ή έστω, υπάρχει θεμιτή σύνδεση του Sade με τους φασιστικούς βασανισμούς, όπως υπονοείται στην κινηματογραφική εκδοχή του "Saló" του Pasolini, που μεταφέρει το βιβλίο στις σκοτεινές μέρες της δημοκρατίας του Μουσολίνι; Ο Lacan ανέπτυξε αυτή τη σύνδεση πρώτα στο σεμινάριο για την "Ηθική της Ψυχανάλυσης" (1958-59), και έπειτα στα "Écrits", με το κείμενο "Ο Kant με τον Sade" του 1963.
1. Για τον Lacan, ο Sade ανέπτυξε την εγγενή δυνατότητα της καντιανής φιλοσοφικής επανάστασης με συνέπεια, με το ακριβές νόημα ότι εξωτερίκευσε με ειλικρίνεια τη Φωνή της Συνείδησης. Η πρώτη σύνδεση εδώ είναι φυσικά: προς τι όλος αυτός ο θόρυβος; Σήμερα, στη μετα-ιδεαλιστική φροϋδική εποχή, δεν γνωρίζουν όλοι ότι το νόημα του «με» [η σύνδεση του τίτλου "Ο Kant με τον Sade"] είναι ότι η αλήθεια της καντιανής ηθικής προσταγής είναι ο σαδισμός του Νόμου, δηλαδή ότι ο καντιανός Νόμος είναι ένας φορέας του υπερεγώ που σαδιστικά απολαμβάνει το αδιέξοδο του υποκειμένου, την ανικανότητά του να ανταπεξέλθει στις αδυσώπητες απαιτήσεις του, όπως η γνωστή περίπτωση του δασκάλου που βασανίζει τους μαθητές του με αδύνατες υποχρεώσεις και κρυφά απολαμβάνει την αποτυχία τους;
Η θέση του Lacan είναι η ακριβώς αντίθετη από αυτήν την πρώτη σύνδεση: δεν είναι ο Kant που είναι κρυφός σαδιστής, αλλά ο Sade που είναι κρυφός καντιανός. Αυτό το οποίο θα έπρεπε να κρατά κανείς κατά νου είναι ότι ο Lacan εστιάζει πάντα στον Kant και όχι στον Sade: εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι οι απώτερες συνέπειες και οι αποκηρυγμένες προϋποθέσεις της καντιανής ηθικής επανάστασης. Μ' άλλα λόγια, ο Lacan δεν επιδιώκει να φτάσει στο σύνηθες απλουστευτικό συμπέρασμα ότι κάθε ηθική πράξη, όσο αγνή και ανιδιοτελής και αν φαίνεται, στηρίζεται σε κάποιο «παθολογικό» κίνητρο (το μακροπρόθεσμο συμφέρον του φορέα, τον θαυμασμό των άλλων, μέχρι και την «αρνητική» ικανοποίηση την οποία προσφέρουν τα πάθη και οι ψυχαναγκασμοί που απαιτούν συχνά οι ηθικές πράξεις), αλλά η εστίασή του βρίσκεται στην παράδοξη αντιστροφή μέσω της οποίας η επιθυμία καθ’ εαυτή (δηλ. το πράττειν με μόνη βάση την επιθυμία, χωρίς συμβιβασμούς) δεν μπορεί πλέον να θεμελιωθεί σε «παθολογικά» συμφέροντα και κίνητρα και έτσι πληροί τα κριτήρια της καντιανής ηθικής πράξης, ώστε το να «ακολουθεί κανείς την επιθυμία του» να συμπίπτει με το να «κάνει κανείς το καθήκον του». Αρκεί να θυμηθούμε το γνωστό παράδειγμα του Kant από την "Κριτική του Πρακτικού Λόγου":
«Ας υποθέσουμε ότι κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι αδύνατο να αντισταθεί στον πόθο του όταν το επιθυμητό αντικείμενο και η ευκαιρία είναι παρόντα. Ρωτήστε τον αν δεν θα ήλεγχε τα πάθη του στην περίπτωση που μπροστά στο σπίτι όπου έχει αυτή την ευκαιρία είχε στηθεί μία αγχόνη στην οποία θα απαγχονιζόταν αμέσως μόλις ικανοποιούσε τον πόθο του. Δεν χρειάζεται να προσπαθήσουμε πολύ για να μαντέψουμε ποια θα ήταν η απάντησή του». Το αντεπιχείρημα του Lacan είναι εδώ: και αν συναντούσαμε ένα υποκείμενο (όπως συχνά συμβαίνει στην ψυχανάλυση) που μπορεί να απολαύσει πλήρως ένα βράδυ πάθους μόνο αν κάποια μορφή «αγχόνης» το απειλεί, δηλαδή ικανοποιείται μόνο όταν παραβιάζει κάποιας μορφής απαγόρευση;
Σ’ ένα ιταλικό φιλμ από τη δεκαετία του '60, το "Καζανόβα 70", με πρωταγωνιστές την Virna Lisi και τον Marcello Mastrogianni, θιγόταν ακριβώς αυτό το σημείο: ο ήρωας μπορεί να διατηρήσει τη σεξουαλική του ικανότητα μόνο αν «κάνοντάς το» εμπλέκεται σε κάποιου είδους κίνδυνο. Στο τέλος της ταινίας, ένα βήμα πριν παντρευτεί την αγαπημένη του, θέλει τουλάχιστον να παραβιάσει την απαγόρευση του προγαμιαίου σεξ με το να κοιμηθεί μαζί της τη νύχτα πριν τον γάμο – τελικά η νύφη, χωρίς να το θέλει, χαλάει αυτήν την ελάχιστη απόλαυση, κανονίζοντας με τον ιερέα μια ειδική άδεια ώστε να μπορέσουν να κοιμηθούν μαζί πριν τον γάμο, οπότε η πράξη χάνει την παραβατική αιχμή της. Τι μπορεί να κάνει τώρα; Στην τελευταία σκηνή, τον βλέπουμε να σκαρφαλώνει στη στενή βεράντα από το εξωτερικό μέρος ενός ψηλού κτιρίου, προσπαθώντας να μπει στο δωμάτιο του κοριτσιού με τον πιο επικίνδυνο τρόπο, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να συνδέσει τη σεξουαλική ευχαρίστηση με τον θανάσιμο κίνδυνο. Έτσι, η θέση του Lacan είναι ότι αν ο σεξουαλικός πόθος της ικανοποίησης περιλαμβάνει την αναστολή ακόμα και των πιο βασικών «εγωιστικών» κινήτρων, αν η ικανοποίηση αυτή βρίσκεται ξεκάθαρα πέραν της «αρχής της ευχαρίστησης», τότε, παρά τα επιφαινόμενα, έχουμε να κάνουμε με μια ηθική πράξη, τότε το «πάθος» του είναι με την αυστηρή έννοια ηθικό.
Η θέση του Lacan είναι περαιτέρω ότι αυτή η συγκαλυμμένη σαδική διάσταση ενός «ηθικού (σεξουαλικού) πάθους» δεν αναγνωρίζεται στον Kant από τη δική μας εκκεντρική ερμηνεία, αλλά είναι εγγενής στο καντιανό θεωρητικό οικοδόμημα. Εάν βάλουμε στην άκρη τις «επιμέρους αποδείξεις» γι' αυτό (δεν είναι ο καντιανός ορισμός του γάμου –«το συμβόλαιο μεταξύ δύο ενηλίκων του αντίθετου φύλου για την αμοιβαία χρήση των σεξουαλικών τους οργάνων»– εξ ολοκλήρου σαδική, αφού υποβιβάζει τον Άλλο, τον σεξουαλικό σύντροφο του υποκειμένου, σ' ένα μερικό αντικείμενο, στο σωματικό του/της όργανο που προσφέρει απόλαυση, αγνοώντας τον/την ως την ολότητα ενός ανθρώπινου προσώπου;), το κρίσιμο στοιχείο που μας επιτρέπει να διακρίνουμε το περίγραμμα του "Sade στον Kant" είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Kant εννοιολογεί τη σχέση μεταξύ συναισθημάτων και ηθικού νόμου.
Μολονότι ο Kant επιμένει στο απόλυτο χάσμα μεταξύ των παθολογικών συναισθημάτων και της καθαρής μορφής του ηθικού νόμου, υπάρχει ένα a priori συναίσθημα που το υποκείμενο βιώνει αναγκαία όταν έρχεται αντιμέτωπο με την προσταγή του ηθικού νόμου, ο πόνος της ταπείνωσης (λόγω της πληγωμένης υπερηφάνειας του ανθρώπου, η οποία οφείλεται στο «ριζικό κακό» της ανθρώπινης φύσης). Για τον Lacan, αυτό το καντιανό προνόμιο του πόνου ως του μόνου a priori συναισθήματος είναι στενά συνδεδεμένο με την έννοια του πόνου στον Sade (βασανισμός και ταπείνωση του άλλου, βασανισμός και ταπείνωση από τον άλλον), ως του προνομιακού τρόπου πρόσβασης στη σεξουαλική απόλαυση [jouissance] (το επιχείρημα του Sade είναι βεβαίως ότι ο πόνος πρέπει να έχει προτεραιότητα έναντι της ευχαρίστησης, λαμβάνοντας υπόψη τη μεγαλύτερη διάρκειά του – η ευχαρίστηση περνάει, ενώ ο πόνος μπορεί να διαρκέσει επ' αόριστον). Αυτή η σύνδεση μπορεί να τεκμηριωθεί περαιτέρω μέσω αυτού που ο Lacan αποκαλεί σαδική θεμελιώδη φαντασίωση: η φαντασίωση του άλλου, αιθέριου σώματος του θύματος, το οποίο μπορεί να βασανίζεται διηνεκώς και παρ' όλα αυτά μ' ένα μαγικό τρόπο να διατηρεί την ομορφιά του (δείτε την τυπική σαδική φιγούρα ενός νεαρού κοριτσιού που υπόκειται σε ατελείωτες ταπεινώσεις και βασανισμούς και μυστηριωδώς επιβιώνει παραμένοντας άθικτη, με τον ίδιο τρόπο που ο Tom, ο Jerry και άλλοι ήρωες των cartoon παραμένουν άθικτοι απ' όλες τις υπερβολικές κακουχίες τους).
Δεν προσφέρει αυτή η φαντασίωση το λιβιδινικό θεμέλιο του καντιανού αξιώματος της αθανασίας της ψυχής που αδιάκοπα αγωνίζεται να επιτύχει την ηθική τελείωση; Δεν συμπίπτει έτσι η φαντασιακή «αλήθεια» της αθανασίας της ψυχής με το ακριβώς αντίθετό της, την αθανασία του σώματος, δηλαδή την ικανότητά του να αντέχει ατελείωτο πόνο και εξευτελισμό;
Η Judith Butler επισήμανε ότι το φουκωικό «σώμα» ως σημείο αντίστασης δεν είναι τίποτα άλλο από τον φροϋδικό «ψυχισμό» [psyche]: παραδόξως, το «σώμα» είναι το όνομα του Foucault για τον ψυχικό μηχανισμό στο μέτρο που αυτός αντιστέκεται στην κυριαρχία της ψυχής [soul]. Αυτό σημαίνει ότι στον γνωστό ορισμό του για την ψυχή ως «φυλακή του σώματος», ο Φουκώ αναποδογυρίζει τον πλατωνικό-χριστιανικό ορισμό του σώματος ως «φυλακής της ψυχής». Ό,τι ονομάζει «σώμα» δεν είναι απλώς το βιολογικό σώμα, αλλά είναι ουσιαστικά ήδη ενταγμένο μέσα σε ένα είδος προ-υποκειμενικού ψυχικού μηχανισμού. Συνεπώς, δεν συναντούμε στον Kant μια κρυφή αντίστοιχη αντιστροφή, μόνο προς την αντίθετη κατεύθυνση, στη σχέση μεταξύ σώματος και ψυχής; Δεν είναι ό,τι ο Kant ονομάζει «αθανασία της ψυχής» ουσιαστικά η αθανασία του άλλου, αιθέριου, «απέθαντου» σώματος;
2. Είναι μέσω αυτού του κεντρικού ρόλου του πόνου στην ηθική εμπειρία του υποκειμένου που ο Lacan εισάγει τη διαφορά μεταξύ του «υποκειμένου της εκφώνησης» (το υποκείμενο που εκφέρει μια δήλωση) και του «υποκειμένου του εκφωνήματος (δήλωση)» (η συμβολική ταυτότητα την οποία το υποκείμενο προσλαμβάνει εντός και διά μέσου της δήλωσής του): ο Kant δεν θέτει το ερώτημα ποιος είναι το υποκείμενο της εκφώνησης του ηθικού νόμου, ο φορέας της απροϋπόθετης ηθικής προσταγής – μέσα από τον δικό του ορίζοντα, αυτή η ερώτηση είναι άνευ νοήματος, εφόσον ο ηθικός νόμος είναι μια απρόσωπη επιταγή «που δεν προέρχεται από πουθενά», δηλαδή είναι τελικά αυτοτιθέμενος, λαμβάνεται αυτόνομα από το ίδιο το υποκείμενο. Με την αναφορά του στον Sade, ο Lacan διαβάζει την απουσία στον Kant ως μια πράξη εξαφάνισης, «απώθησης» του φορέα του ηθικού νόμου, και είναι ο Sade εκείνος ο οποίος τον καθιστά ορατό στη φιγούρα του «σαδιστή» εκτελεστή-βασανιστή – αυτός ο εκτελεστής είναι εκείνος που εκφωνεί τον ηθικό νόμο, ο φορέας που βρίσκει ευχαρίστηση στον πόνο και στον εξευτελισμό μας (του ηθικού υποκειμένου).
Ένα αντεπιχείρημα παρουσιάζεται εδώ ως προφανές: δεν είναι όλα τα παραπάνω απλώς ανοησίες, αφού στον Sade το στοιχείο που λαμβάνει τη θέση της απροϋπόθετης διαταγής, ο κανόνας τον οποίο το υποκείμενο πρέπει κατηγορηματικά να ακολουθήσει, δεν είναι πλέον η καντιανή καθολική ηθική προσταγή «κάνε το καθήκον σου!», αλλά το πιο ριζικό του αντίθετό, η διαταγή να ακολουθήσεις στο έσχατο όριο τα εξ ολοκλήρου παθολογικά, συμπτωματικά καπρίτσια που προκαλούν ευχαρίστηση, υποβιβάζοντας αδίστακτα όλους τους συνανθρώπους σου σε όργανα της απόλαυσής σου; Όμως, είναι κρίσιμο να αντιληφθούμε τη σύνδεση ανάμεσα στη φιγούρα του «σαδιστή» βασανιστή-εκτελεστή ως το πραγματικό «υποκείμενο της εκφώνησης» της καθολικής ηθικής προσταγής. Η σαδική μετακίνηση από τον καντιανό σεβασμό στη βλασφημία, δηλαδή από τον σεβασμό στον Άλλο (τον συνάνθρωπο), στην ελευθερία του και στην αυτονομία του, με μια συμπεριφορά που τον λαμβάνει πάντοτε ως κάτι εξίσου αυτοτελές, στον υποβιβασμό, ακριβώς, όλων των Άλλων σε απλώς αναλώσιμα όργανα προς αδίστακτη εκμετάλλευση, είναι αυστηρώς συνδεδεμένη με το γεγονός ότι το «υποκείμενο της εκφώνησης» της ηθικής προσταγής, αόρατο στον Kant, λαμβάνει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του σαδικού εκτλεστή.
Εκείνο το οποίο επιτυγχάνει έτσι ο Sade είναι ένα πολύ ακριβές εγχείρημα διάρρηξης του δεσμού των δύο στοιχείων που στα μάτια του Kant είναι συνώνυμα και αλληλοεπικαλυπτόμενα: της διαβεβαίωσης μιας απόλυτης ηθικής προσταγής και της ηθικής καθολικότητας αυτής της προσταγής. Ο Sade διατηρεί τη δομή μιας απόλυτης προσταγής, θέτοντας όμως ως περιεχόμενό της την έσχατη παθολογική μοναδικότητα.
Και πάλι, το κρίσιμο σημείο είναι ότι αυτή η διάρρηξη δεν είναι μία εκκεντρικότητα του Sade – είναι λανθάνουσα ως δυνατότητα στην πιο θεμελιώδη ένταση που συγκροτεί την καρτεσιανή υποκειμενικότητα. Ο Hegel είχε ήδη επίγνωση τούτης της αντιστροφής του καντιανού καθολικού στην πιο ακραία ιδιοσυγκρασιακή συμπτωματικότητα: δεν είναι το κύριο σημείο της κριτικής του στην καντιανή ηθική προσταγή το ότι εφόσον η προσταγή είναι κενή ο Kant πρέπει να τη γεμίσει με κάποιο εμπειρικό περιεχόμενο, προσδίδοντας σ' ένα τυχαίο ατομικό περιεχόμενο τη μορφή καθολικής αναγκαιότητας;
Η χαρακτηριστική περίπτωση του «παθολογικού» συμπτωματικού στοιχείου που υψώνεται στο επίπεδο μιας άνευ όρων απαίτησης είναι, φυσικά, αυτή ενός καλλιτέχνη απόλυτα ταυτισμένου με την καλλιτεχνική του αποστολή, την οποία ακολουθεί ελεύθερα χωρίς καμιά ενοχή ως εσωτερικό περιορισμό, ανίκανος να επιβιώσει χωρίς αυτή. Η θλιβερή μοίρα της Jacqueline du Pré μας φέρνει αντιμέτωπους με τη θηλυκή εκδοχή του διαχωρισμού μεταξύ της άνευ όρων προσταγής και της άλλης της όψης, της σειριακής καθολικότητας αδιάφορων εμπειρικών αντικειμένων που πρέπει να θυσιαστούν στην αναζήτηση μίας ατομικής Αποστολής (είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και γόνιμο να διαβάσει κανείς την ιστορία της ζωής της du Pré όχι ως «αληθινή ιστορία», αλλά ως μυθική αφήγηση: αυτό που προκαλεί έκπληξη είναι το πόσο στενά ακολουθεί τα προκαθορισμένα περιγράμματα ενός οικογενειακού μύθου, όπως στην ιστορία του Kaspar Hauser, στην οποία τυχαία ατομικά συμβάντα παραδόξως αναπαράγουν γνώριμα χαρακτηριστικά αρχαίων μύθων). Η άνευ όρων προσταγή της du Pré, η ενόρμησή της, το απόλυτο πάθος της, ήταν η τέχνη της (ήταν τεσσάρων ετών όταν είδε κάποιον να παίζει τσέλο και ήδη ισχυρίστηκε αμέσως ότι αυτό ήταν που ήθελε να γίνει…). Η ανύψωση της τέχνης στο απόλυτο υποβίβασε την ερωτική της ζωή σε μια σειρά γνωριμιών με άντρες οι οποίοι ήταν τελικά όλοι αντικαταστάσιμοι, ο ένας μετά τον άλλο – την περιέγραψαν ως μια κατά συρροή «ανδροφάγο». Κατέλαβε έτσι τη θέση που συνήθως δίνεται στον ΆΝΔΡΑ καλλιτέχνη – δεν προκαλεί έκπληξη το ότι η μακρά τραγική της ασθένεια (πολλαπλή σκλήρυνση κατά πλάκας από την οποία πέθαινε επώδυνα από το 1973 ως το 1987) εκλήφθηκε από τη μητέρα της ως μια «απάντηση της πραγματικότητας», ως θεϊκή τιμωρία όχι μόνο για την ασύδοτη σεξουαλική της ζωή, αλλά και για την «υπερβολική» αφοσίωσή της στην τέχνη της...
3. Το ζήτημα, πάντως, δεν τελειώνει εδώ. Η αποφασιστική ερώτηση είναι η εξής: είναι ο καντιανός ηθικός νόμος μεταφράσιμος στη φροϋδική έννοια του υπερεγώ ή όχι; Αν η απάντηση είναι ναι, τότε «ο Kant με τον Sade» πράγματι σημαίνει ότι ο Sade είναι η αλήθεια της καντιανής ηθικής. Αν, ωστόσο, ο καντιανός ηθικός νόμος δεν μπορεί να ταυτιστεί με το υπερεγώ (εφόσον, όπως το θέτει ο Lacan στις τελευταίες σελίδες του "Σεμιναρίου ΧΙ", ο ηθικός νόμος είναι ισοδύναμος με την επιθυμία καθ’ εαυτήν, ενώ το υπερεγώ τροφοδοτείται ακριβώς από τον συμβιβασμό του υποκειμένου ως προς την επιθυμία του/της, δηλαδή την ενοχή που διατηρείται από το υπερεγώ, μαρτυρώντας το γεγονός ότι το υποκείμενο έχει κάπου προδώσει, ή συμβιβαστεί ως προς, την επιθυμία του), τότε ο Sade δεν είναι όλη η αλήθεια της καντιανής ηθικής, αλλά μια μορφή διεστραμμένης πραγμάτωσής της. Εν συντομία, μακράν από το να είναι «πιο ριζοσπαστικός από τον Kant», ο Sade εκφράζει τι συμβαίνει όταν το υποκείμενο προδίδει την αληθινή αυστηρότητα της καντιανής ηθικής.
Αυτή η διαφορά είναι κρίσιμη στις πολιτικές της συνέπειες: στο βαθμό που η λιβιδινική δομή των «ολοκληρωτικών» καθεστώτων είναι διαστροφική (το υποκείμενο του ολοκληρωτισμού λαμβάνει τη θέση του αντικειμένου-οργάνου της απόλαυσης [jouissance] του Άλλου), η πρόταση «ο Sade είναι η αλήθεια του Kant» θα σήμαινε ότι η καντιανή ηθική πράγματι υποκρύπτει δυνατότητες ολοκληρωτισμού. Ωστόσο, στον βαθμό που προσλαμβάνουμε την καντιανή ηθική ακριβώς ως απαγόρευση του να λάβει το υποκείμενο τη θέση του αντικειμένου-οργάνου της απόλαυσης [jouissance] του Άλλου, δηλαδή το υποκείμενο καλείται απ’ αυτήν να αναλάβει την πλήρη ευθύνη για όσα ισχυρίζεται ότι είναι το Καθήκον του, τότε ο Kant είναι κατ' εξοχήν αντι- ολοκληρωτιστής...
Το όνειρο για την ένεση της Ίρμα, που ο Freud χρησιμοποίησε ως παραδειγματική περίπτωση για να επεξηγήσει τη διαδικασία της ανάλυσης των ονείρων, είναι ένα όνειρο για την υπευθυνότητα (η ευθύνη του ίδιου του Freud για την αποτυχία της θεραπείας της 'Ιρμα) – αυτό το γεγονός και μόνο υποδεικνύει την κρισιμότητα της έννοιας της υπευθυνότητας για τον φροϋδισμό.
Αλλά πώς πρέπει να το εκλάβουμε αυτό; Πώς θα αποφύγουμε τη συνήθη παγίδα της κακοπιστίας του υπεύθυνου για το υπαρξιακό του σχέδιο σαρτρικού υποκειμένου, δηλαδή της υπαρξιακής ιδέας της οντολογικής ενοχής που αναφέρεται στην περατή ανθρώπινη ύπαρξη ως τέτοια, όπως επίσης και την αντίθετη παγίδα της «ρίψης της ευθύνης στον Άλλο» («αφού το Ασυνείδητο είναι ο λόγος [discourse] του Άλλου – δεν είμαι υπεύθυνος για τους σχηματισμούς του, είναι ο μεγάλος Άλλος που μιλά μέσα από εμένα, εγώ είμαι απλά το όργανό του...»);
Ο ίδιος ο Λακάν έδειξε τον τρόπο αποφυγής αυτού του αδιεξόδου αναφερόμενος στη φιλοσοφία του Kant ως το κρίσιμο πρότερο στάδιο της ψυχαναλυτικής ηθικής του καθήκοντος «πέραν του Καλού». Σύμφωνα με τη συνηθισμένη ψευδο-χεγκελιανή κριτική, η καντιανή καθολική ηθική της κατηγορικής προσταγής αποτυγχάνει να λάβει υπ' όψη της τη συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση στην οποία εντάσσεται το υποκείμενο, και η οποία παρέχει το καθορισμένο περιεχόμενο του Καλού: εκείνο που διαφεύγει από τον καντιανό φορμαλισμό είναι η καθορισμένη ιστορικά συγκεκριμένη Υπόσταση της ηθικής ζωής. Ωστόσο, σ' αυτήν την προσέγγιση μπορεί να αντιπαρατεθεί ο ισχυρισμός ότι η χαρακτηριστική δύναμη της καντιανής ηθικής βρίσκεται σ’ αυτήν την ίδια τη φορμαλιστική ακαθοριστία: ο ηθικός νόμος δεν μου λέει ποιο είναι το καθήκον μου, απλώς μου λέει ότι πρέπει να το φέρω εις πέρας. Δηλαδή, δεν είναι δυνατόν να αντληθούν τα συγκεκριμένα πρότυπα που πρέπει να ακολουθήσω στην ιδιαίτερη κατάστασή μου από τον ηθικό νόμο καθ’ εαυτόν – αυτό σημαίνει ότι το ίδιο το υποκείμενο πρέπει να λάβει την ευθύνη της «μετάφρασης» της αφηρημένης προσταγής του ηθικού νόμου σε μια σειρά από συγκεκριμένες υποχρεώσεις.
Μ' αυτό το ακριβές νόημα, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να ρισκάρει έναν παραλληλισμό με την "Κριτική της Κριτικής Δύναμης" του Kant: ο συγκεκριμένος σχηματισμός μιας καθορισμένης ηθικής υποχρέωσης έχει τη δομή μιας αισθητικής κρίσης, δηλαδή μιας κρίσης στην οποία, αντί για την απλή εφαρμογή μιας καθολικής κατηγορίας σ' ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή την υπαγωγή του αντικειμένου σ' έναν ήδη δεδομένο γενικό προσδιορισμό, το Εγώ κατά κάποιον τρόπο επινοεί την καθολική-αναγκαία-υποχρεωτική του διάσταση και έτσι υψώνει αυτό το συγκεκριμένο-τυχαίο αντικείμενο (πράξη) στο επίπεδο της αξίας του ηθικού Πράγματος.
Έτσι, υπάρχει πάντα κάτι υψηλό στη διακήρυξη μιας κρίσης που ορίζει το καθήκον μας: μέσα σε αυτήν «εξυψώνω ένα αντικείμενο στο επίπεδο του Πράγματος» (ο λακανικός ορισμός της μετουσίωσης). Η πλήρης παραδοχή αυτού του παραδόξου μας υποχρεώνει επίσης να απορρίψουμε κάθε αναφορά στο καθήκον σαν δικαιολογία: «Ξέρω ότι είναι δύσκολο και μπορεί να είναι επίπονο, αλλά τι να κάνω, είναι το καθήκον μου...». Το σύνηθες σύνθημα της ηθικής αυστηρότητας είναι: «Δεν υπάρχει δικαιολογία για τη μη εκπλήρωση του καθήκοντος!». Αν και ο Kant με το «Du kannst, denn du sollst!» [Μπορείς, επειδή πρέπει!] φαίνεται να προσφέρει μια νέα εκδοχή αυτού του συνθήματος, εντούτοις τη συμπληρώνει έμμεσα με την πολύ περισσότερο παράδοξη αντιστροφή της: «Δεν υπάρχει δικαιολογία για την εκπλήρωση του καθήκοντος!». Η αναφορά στο καθήκον σαν δικαιολογία για να κάνουμε το καθήκον μας πρέπει να απορριφθεί ως υποκριτική. Αρκεί να ανακαλέσουμε το παροιμιώδες παράδειγμα ενός αυστηρού σαδιστή δασκάλου που υποβάλλει τους μαθητές του σε ανελέητη πειθαρχία και βασανισμό. Φυσικά, η δικαιολογία του στον εαυτό του (και στους άλλους) είναι: «Εγώ ο ίδιος το βρίσκω δύσκολο να ασκώ τέτοια πίεση στα καημένα παιδιά, αλλά τι μπορώ να κάνω – είναι το καθήκον μου!». Το πιο συναφές παράδειγμα είναι αυτό ενός σταλινικού πολιτικού που αγαπά την ανθρωπότητα, αλλά παρ' όλα αυτά εκτελεί φριχτές εκκαθαρίσεις και εκτελέσεις. Η καρδιά του πονάει καθώς το κάνει αλλά δεν μπορεί να κάνει κάτι γι' αυτό, είναι το καθήκον του προς την πρόοδο της Ανθρωπότητας…
Αυτό που συναντούμε εδώ είναι η δέουσα διαστροφική συμπεριφορά της υιοθέτησης της θέσης του καθαρού οργάνου της Βούλησης του μεγάλου Άλλου: δεν είναι ευθύνη μου, δεν είμαι εγώ που πράγματι κάνω κάτι, εγώ είμαι απλά ένα όργανο της υψηλότερης Ιστορικής Αναγκαιότητας… Η αισχρή απόλαυση [jouissance] αυτής της κατάστασης προκαλείται από το γεγονός ότι εκλαμβάνω τον εαυτό μου ως αθωωμένο για ό,τι κάνω: δεν είναι ωραίο να είμαι ικανός να προκαλώ πόνο στους άλλους με την πλήρη επίγνωση ότι δεν είμαι εγώ υπεύθυνος για αυτό, ότι απλώς εκπληρώνω τη Βούληση του Άλλου; Αυτό είναι που η καντιανή ηθική απαγορεύει. Αυτή η θέση του διαστροφικού σαδιστή παρέχει την απάντηση στο ερώτημα: πώς μπορεί το υποκείμενο να είναι ένοχο όταν απλά συνειδητοποιεί μια «αντικειμενική», εξωτερικά επιβαλλόμενη αναγκαιότητα; Με την υποκειμενική υιοθέτηση μιας «αναγκαίας αντικειμενικότητας», δηλαδή βρίσκοντας απόλαυση σε αυτό που του επιβάλλεται. Έτσι, στην πιο ριζική της εκδοχή, η καντιανή ηθική ΔΕΝ είναι «σαδιστική», αλλά ακριβώς εκείνο το οποίο απαγορεύει τη λήψη της θέσης ενός σαδικού εκτελεστή.
Σε μια τελική ανατροπή, ο Lacan παρ' όλα αυτά υπονομεύει τη θέση: «Sade ως η αλήθεια του Kant». Δεν είναι τυχαίο ότι στο ίδιο σεμινάριο που ο Lacan αναπτύσσει τον εγγενή δεσμό μεταξύ του Kant και του Sade, περιέχεται επίσης μια λεπτομερής ανάγνωση της "Αντιγόνης" στην οποία ο Lacan σκιαγραφεί το περίγραμμα μιας ηθικής πράξης η οποία ΌΝΤΩΣ πετυχαίνει να αποφύγει την παγίδα της σαδικής διαστροφής ως κρυμμένης της αλήθειας – επιμένοντας στην άνευ όρων απαίτησή της για μια αρμόζουσα ταφή του αδελφού της, η Αντιγόνη ΔΕΝ υπακούει σε μια ταπεινωτική διαταγή, μια διαταγή πράγματι αρθρωμένη (εκφερόμενη-διατυπωμένη) από έναν σαδιστή εκτελεστή… Έτσι η κύρια προσπάθεια του σεμιναρίου του Lacan για την "Ηθική της Ψυχανάλυσης" είναι ακριβώς η διάλυση του φαύλου κύκλου του Kant με τον Sade. Πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Μόνο αν –σε αντίθεση με τον Kant– δεχθεί κανείς ότι η δύναμη της επιθυμίας δεν είναι καθ’ εαυτήν «παθολογική». Εν συντομία, ο Lacan υποστηρίζει την αναγκαιότητα μιας «κριτικής της καθαρής επιθυμίας»: σε αντίθεση με τον Kant, για τον οποίο η ικανότητα να επιθυμούμε είναι εξ ολοκλήρου «παθολογική» (αφού, όπως επανειλημμένως τονίζει, δεν υπάρχει ένας a priori σύνδεσμος μεταξύ ενός εμπειρικού αντικειμένου και της ευχαρίστησης που αυτό το αντικείμενο προκαλεί στο υποκείμενο), ο Lacan υποστηρίζει ότι υπάρχει μια «καθαρή δύναμη της επιθυμίας», αφού η επιθυμία έχει ένα μη παθολογικό a priori αντικείμενο-αίτιο. Αυτό το αντικείμενο είναι, φυσικά, ό,τι ο Lacan ονομάζει μικρό αντικείμενο a [objet petit a].
Ιστότοπος για ανταλλαγή απόψεων και έκφραση ιδεών