Ιστότοπος για ανταλλαγή απόψεων και έκφραση ιδεών

05/12/2015

Ο Dostoyevsky και η πατροκτονία

Αποσπάσματα από το ομώνυμο βιβλίο του Sigmund Freud (Εκδόσεις Πατάκη, 2014)

Fyodor Dostoyevsky

Στην πλούσια προσωπικότητα του Ντοστογέφσκι μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις όψεις: τον συγγραφέα, τον νευρωτικό, τον ηθικοδιδάσκαλο και τον αμαρτωλό. Πώς θα τα καταφέρουμε να βρούμε τον δρόμο μας μέσα σε αυτήν τη δαιδαλώδη πολυπλοκότητα;

Όσον αφορά την αξία του ως συγγραφέα, είναι μάλλον αδιαμφισβήτητη, δεδομένου ότι η θέση που καταλαμβάνει δεν απέχει παρά ελάχιστα από εκείνη του Σαίξπηρ. Οι "Αδερφοί Καραμάζοφ" αποτελούν το πιο μεγαλειώδες μυθιστόρημα που γράφτηκε ποτέ. Το επεισόδιο με τον Μέγα Ιεροεξεταστή συνιστά ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, σχεδόν ανυπέρβλητο σε αξία. Δυστυχώς, μπροστά στην εξέταση του Ντοστογέφσκι ως συγγραφέα, η ψυχανάλυση θα πρέπει να καταθέσει τα όπλα.

Περισσότερο ευάλωτος είναι ο Ντοστογέφσκι ως ηθικοδιδάσκαλος. Αν θελήσουμε να τον εξάρουμε ως άνθρωπο της ηθικής, με τη λογική ότι μόνον όποιος έχει βουτήξει βαθιά στην αμαρτία αγγίζει την ύψιστη βαθμίδα της ηθικότητας, είναι σαν να παραβλέπουμε ορισμένες επιφυλάξεις. Ηθικός είναι εκείνος που μόλις νιώσει μέσα του τον πειρασμό βρίσκει τη δύναμη να αντιδράσει χωρίς να ενδώσει σε αυτόν.

Εκείνος που πρώτα αμαρτάνει και κατόπιν μετανοεί, εγείροντας εκ των υστέρων υψηλές ηθικές αξιώσεις, έρχεται αντιμέτωπος με την αυτομομφή ότι έχει μάλλον επιλέξει τον εύκολο δρόμο. Δεν έχει επιτύχει να αγγίξει την πεμπτουσία της ηθικότητας, με άλλα λόγια την εγκράτεια και την ολοκληρωτική απάρνηση των απολαύσεων, δεδομένου ότι ο ηθικός τρόπος ζωής ανήκει στα πρακτικά ενδιαφέροντα της ανθρώπινης φύσης. Ο ίδιος θυμίζει τους βαρβάρους κατά την περίοδο της μετανάστευσης των εθνοτικών ομάδων, που πρώτα σκοτώνουν και ύστερα δείχνουν μεταμέλεια για τα εγκλήματά τους, μετατρέποντας τη μεταμέλεια σε μια μορφή τεχνικής για τη διευκόλυνση του φόνου.

Παρόμοια στάση επιδεικνύει και ο Ιβάν ο Τρομερός – μάλιστα θα λέγαμε ότι μια τέτοια αντιστάθμιση της ηθικότητας αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των Ρώσων. Αλλά ούτε και η έκβαση της ηθικής πάλης του Ντοστογέφσκι υπήρξε αξιέπαινη. Ύστερα από σφοδρότατες μάχες για τη συμφιλίωση των αξιώσεων που προβάλλουν οι ενορμήσεις του ατόμου με τις αξιώσεις της ανθρώπινης κοινωνίας, στο τέλος παλινδρομεί και υποτάσσεται τόσο στην κοσμική όσο και στη θρησκευτική εξουσία, γονατίζοντας με δέος ενώπιον του τσάρου και του Θεού των χριστιανών, δέσμιος ενός μικρόψυχου ρωσικού εθνικισμού – με άλλα λόγια, οδηγείται σε μια κατάσταση στην οποία κατέληξαν με λιγότερο κόπο υποδεέστερα μυαλά. Εδώ εντοπίζεται το αδύνατο σημείο της μεγάλης προσωπικότητας. Ο Ντοστογέφσκι κλότσησε την ευκαιρία να γίνει δάσκαλος και απελευθερωτής των ανθρώπων, επιλέγοντας να πάρει θέση πλάι στους δεσμοφύλακές τους. Το πολιτιστικό μέλλον των ανθρώπων δε θα έχει παρά ελάχιστα να του οφείλει. Διόλου απίθανο να καταδικάστηκε σε αυτή την αποτυχία εξαιτίας της νεύρωσής του. Κρίνοντας από το υψηλό επίπεδο ευφυΐας και από την ακατάβλητη αγάπη του για τον άνθρωπο, θα μπορούσε να έχει χαράξει έναν διαφορετικό, έναν αποστολικό δρόμο στη ζωή του.

Η εξέταση του Ντοστογέφσκι ως αμαρτωλού ή εγκληματία εγείρει έντονες αντιδράσεις, οι οποίες δεν πηγάζουν απαραίτητα από τη στενόμυαλη αποτίμηση του εγκληματία. Το πραγματικό κίνητρο αυτών των αντιδράσεων γίνεται εύκολα αντιληπτό. Για τον εγκληματία, δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά: ο άκρατος εγωισμός και η έντονη τάση προς την καταστροφή. Κοινή σε αμφότερα αλλά και προϋπόθεση για την εκδήλωσή τους είναι η απουσία αγάπης, η έλλειψη συναισθηματικής αξιολόγησης των (ανθρώπινων) αντικειμένων. Εν προκειμένω, στο νου μας έρχεται αμέσως η αντίθεση που υπάρχει στον Ντοστογέφσκι – η μεγάλη του ανάγκη να αγαπηθεί και η τεράστια ικανότητά του να αγαπήσει, η οποία εκδηλώνεται ακόμα και μέσα από φαινόμενα υπέρμετρης καλοσύνης, επιτρέποντάς του να αγαπά και να παρέχει βοήθεια, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου θα δικαιούνταν να νιώσει μίσος ή εκδίκηση, όπως, για παράδειγμα, στη σχέση του με την πρώτη του σύζυγο και τον εραστή της. Εν τοιαύτη περιπτώσει, το ερώτημα που τίθεται είναι από πού άραγε πηγάζει αυτός ο πειρασμός να κατατάξουμε τον Ντοστογέφσκι στους εγκληματίες.

Η απάντηση είναι ότι προκύπτει από τη θεματολογία του λογοτέχνη, η οποία εστιάζει πάνω απ' όλα στους βίαιους, δολοφονικούς, εγωιστικούς χαρακτήρες, γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη τέτοιων τάσεων και στον ίδιο, ενώ συγχρόνως παραπέμπει σε ορισμένα πραγματικά περιστατικά από τη ζωή του, όπως το πάθος του για τα τυχερά παιχνίδια και, ίσως, σεξουαλική κακοποίηση ενός ανήλικου κοριτσιού (ομολογία). Η αντίφαση επιλύεται εφόσον συνειδητοποιήσουμε ότι, στον Ντοστογέφσκι, η πανίσχυρη ενόρμηση της καταστροφής, η οποία θα τον είχε μετατρέψει με ευκολία σε εγκληματία, στην πραγματική του ζωή στρέφεται κυρίως ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό (προς τα μέσα αντί προς τα έξω), με αποτέλεσμα να εκδηλώνεται ως μαζοχισμός και ως αίσθημα ενοχής.

Άλλωστε, η προσωπικότητά του διατηρεί αρκετά σαδιστικά χαρακτηριστικά τα οποία αφενός εξωτερικεύονται με την αψιθυμία του, την τάση του να βασανίζει τους άλλους, την έλλειψη ανοχής ακόμα και απέναντι σε αγαπημένα του πρόσωπα, και αφετέρου έρχονται στην επιφάνεια ακόμα και στον τρόπο με τον οποίο ως συγγραφέας μεταχειρίζεται τους αναγνώστες του. Με άλλα λόγια, όσον αφορά τα μικρά πράγματα, λειτουργεί σαδιστικά προς τα έξω, ενώ, όσον αφορά τα μεγαλύτερα, λειτουργεί σαδιστικά προς τα μέσα, άρα μαζοχιστικά – κοντολογίς, ως ο πιο ήπιος, ο πιο καλόψυχος, ο πιο εξυπηρετικός άνθρωπος.

Από την πολυσύνθετη προσωπικότητα του Ντοστογέφσκι επιλέξαμε τρεις παράγοντες – έναν ποσοτικό και δύο ποιοτικούς: την εντυπωσιακή συναισθηματικότητα, την προδιάθεση για διεστραμμένες ενορμήσεις, η οποία ήταν αναπόφευκτο να τον ωθήσει στον σαδομαζοχισμό ή στο έγκλημα, και το καλλιτεχνικό του χάρισμα που είναι αδύνατο να αναλυθεί. Τούτο το σύνολο θα ήταν κάλλιστα βιώσιμο ακόμα και χωρίς την ύπαρξη νεύρωσης, άλλωστε υπάρχουν και κατεξοχήν μαζοχιστές που δεν είναι νευρωτικοί. Σύμφωνα με τον συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στις ενορμητικές αξιώσεις και στις αναστολές που τις αντιμάχονται (συν τις διαθέσιμες μεθόδους μετουσίωσης), ο Ντοστογέφσκι θα κατατασσόταν και πάλι στους λεγόμενους ενορμητικούς χαρακτήρες. Όμως, η κατάσταση συσκοτίζεται από την παράλληλη παρουσία της νεύρωσης η οποία, όπως είπαμε, αν και δε θα ήταν απαραίτητη υπό τις δεδομένες συνθήκες, εντούτοις εδραιώνεται ολοένα και περισσότερο όσο πιο πλούσια είναι η πολυπλοκότητα την οποία καλείται να τιθασεύσει το Εγώ. Άλλωστε, η νεύρωση δεν αποτελεί παρά μια ένδειξη ότι το Εγώ απέτυχε να επιτελέσει μια τέτοια σύνθεση, ότι αυτή του η προσπάθεια οδήγησε στην απώλεια της ενότητάς του.

Με ποιον τρόπο εκδηλώνεται όμως η νεύρωση, υπό την αυστηρή έννοια του όρου; Ο Ντοστογέφσκι όχι μόνο αυτοαποκαλούνταν αλλά θεωρούνταν και από τους άλλους επιληπτικός, λόγω των σοβαρών κρίσεων που συνοδεύονταν από απώλεια συνείδησης, μυϊκούς σπασμούς και τη συνακόλουθη δυσθυμία. Ασφαλώς, είναι πολύ πιθανόν η λεγόμενη επιληψία να μην ήταν παρά ένα σύμπτωμα της νεύρωσής του και, ως εκ τούτου, ίσως είναι σκόπιμο να χαρακτηριστεί υστερική επιληψία, με άλλα λόγια, βαριά μορφή υστερίας. Ούτως ή άλλως, είναι αδύνατον να αποφανθούμε μετά πλήρους βεβαιότητας, για δύο λόγους: Πρώτον, διότι το ιατρικό ιστορικό της λεγόμενης επιληψίας του Ντοστογέφσκι είναι ελλιπές και αναξιόπιστο και, δεύτερον, διότι η παθολογία των ασθενειών που συνδέονται με επιληπτοειδείς κρίσεις παραμένει, εν πολλοίς, αδιασαφήνιστη.

Οι περιγραφές των κρίσεων αυτών καθαυτές δεν είναι διόλου διαφωτιστικές, ενώ οι πληροφορίες μας όσον αφορά τη σχέση μεταξύ κρίσεων και βιωμάτων είναι ελλιπείς και συχνά αντιφατικές. Η πιθανότερη υπόθεση είναι ότι οι κρίσεις ανάγονται στην πρώιμη παιδική ηλικία του Ντοστογέφσκι, ότι αρχικά εκδηλώνονταν με ηπιότερα συμπτώματα και ότι δεν έλαβαν τη μορφή επιληψίας παρά μόνο μετά το συνταρακτικό συμβάν που βίωσε σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας του. Όσο και αν θα μας εξυπηρετούσε, αν επαληθευόταν, το γεγονός ότι οι κρίσεις έπαψαν τελείως κατά τη διάρκεια της έκτισης της ποινής του στη Σιβηρία, άλλες πληροφορίες συνηγορούν για το αντίθετο. Η ολοφάνερη σχέση ανάμεσα στην πατροκτονία στους "Αδερφούς Καραμάζοφ" και στη μοίρα του πατέρα του Ντοστογέφσκι απασχόλησε αρκετούς από τους βιογράφους του και αποτέλεσε την αφορμή να κάνουν λόγο για μια «νεωτερική κατεύθυνση στον τομέα της ψυχολογίας». Η ψυχαναλυτική θεώρηση, την οποία υπαινίσσονται εν προκειμένω, τείνει να ερμηνεύσει αυτό το γεγονός ως σοβαρότατο τραύμα και να αναγνωρίσει τη συνακόλουθη αντίδραση του Ντοστογέφσκι ως ακρογωνιαίο λίθο της νεύρωσής του.

Διαθέτουμε ένα αδιαφιλονίκητο σημείο εκκίνησης. Γνωρίζουμε το νόημα των πρώτων κρίσεων από τις οποίες έπασχε ο Ντοστογέφσκι σε νεαρή ηλικία, πολύ πριν από την εκδήλωση της «επιληψίας». Οι κρίσεις αυτές είχαν την έννοια του θανάτου, προκαλούνταν από τον φόβο του θανάτου και εκδηλώνονταν με ληθαργικές καταστάσεις ύπνου. Η ασθένεια εκδηλώθηκε για πρώτη φορά με τη μορφή ξαφνικής, αναιτιολόγητης βαρυθυμίας όταν ο Ντοστογέφσκι ήταν ακόμα παιδί. Όπως αφηγήθηκε αργότερα στον φίλο του Σολόβιεφ, τον κυρίευε η αίσθηση ότι θα πέθαινε ακαριαία. Και πράγματι, περιερχόταν ευθύς σε μια κατάσταση που δε διέφερε διόλου από τον πραγματικό θάνατο... Ο αδερφός του Αντρέι ανέφερε ότι, παιδί ακόμα, ο Φιόντορ συνήθιζε, προτού πέσει για ύπνο, να αφήνει σημειώματα όπου έγραφε ότι φοβάται πως κατά τη διάρκεια της νύχτας θα βυθιστεί σε έναν ύπνο παρόμοιο με νεκροφάνεια, και ζητούσε από τους δικούς του να μην τον κηδέψουν παρά μόνο μετά την πάροδο πέντε ημερών.

Γνωρίζουμε το νόημα και τον σκοπό τέτοιου είδους κρίσεων που συνδέονται με τον φόβο του θανάτου. Υποδηλώνουν την ταύτιση με κάποιον νεκρό, ένα πρόσωπο που είτε έχει πράγματι πεθάνει είτε ζει ακόμα αλλά ευχόμαστε να πεθάνει. Στην τελευταία περίπτωση, η οποία είναι και η σημαντικότερη, η κρίση έχει το νόημα της τιμωρίας. Εκείνος που ευχήθηκε τον θάνατο ενός άλλου ταυτίζεται μαζί του και πεθαίνει ο ίδιος. Σε αυτό το σημείο, η ψυχαναλυτική θεωρία προβάλλει τον ισχυρισμό ότι στο πρόσωπο αυτού του άλλου το αγόρι βλέπει, κατά κανόνα, τον πατέρα του. Επομένως, η λεγόμενη υστερική κρίση αποτελεί μια μορφή αυτοτιμωρίας για το παιδί που ευχήθηκε τον θάνατο του μισητού πατέρα.

Σύμφωνα με μια διαδεδομένη άποψη, η πατροκτονία είναι το κύριο και αρχέγονο έγκλημα τόσο της ανθρωπότητας όσο και του μεμονωμένου ατόμου. Σε κάθε περίπτωση είναι η βασική, αν όχι ενδεχομένως η μοναδική πηγή του αισθήματος ενοχής. Οι έρευνες δεν είναι ακόμα σε θέση να εξακριβώσουν με βεβαιότητα την ψυχική προέλευση της ενοχής και της ανάγκης για εξιλέωση. Πάντως, δεν είναι απαραίτητο να είναι η μοναδική πηγή. Η ψυχολογική κατάσταση είναι πολύπλοκη και χρήζει διασαφήνισης. Η σχέση του αγοριού προς τον πατέρα είναι, όπως λέμε, αμφίθυμη. Εκτός από το μίσος, που επιζητεί να εκτοπίσει τον πατέρα ως ανταγωνιστή, υπάρχει συνήθως και αρκετή τρυφερότητα για το άτομό του.

Οι δύο αυτές τάσεις συνδυάζονται κατά την ταύτιση με τον πατέρα, όταν το αγόρι επιθυμεί να πάρει τη θέση του πατέρα όχι μόνο επειδή τον θαυμάζει και θέλει να του μοιάσει αλλά και επειδή θέλει να απαλλαγεί από την παρουσία του. Να, όμως, που όλη αυτή η εξέλιξη συναντά ένα τεράστιο εμπόδιο. Έρχεται μια ορισμένη στιγμή που το παιδί αντιλαμβάνεται ότι η προσπάθεια να παραμερίσει τον πατέρα ως ανταγωνιστή θα τιμωρούνταν από εκείνον με ευνουχισμό.

Αντιμέτωπο με το άγχος του ευνουχισμού, προκειμένου δηλαδή να διαφυλάξει τον ανδρισμό του, παραιτείται από την επιθυμία να αποκτήσει τη μητέρα και να παραμερίσει τον πατέρα.

Στον βαθμό που η επιθυμία αυτή διατηρείται ζωντανή στο ασυνείδητο, αποτελεί τη βάση του αισθήματος ενοχής. Πιστεύουμε ότι όσα περιγράψαμε παραπάνω αποτελούν φυσιολογικές διεργασίες, δηλαδή τη φυσιολογική κατάληξη του λεγόμενου οιδιπόδειου συμπλέγματος. Ωστόσο, έχουμε να κάνουμε μια σημαντική προσθήκη.

Μια επιπρόσθετη επιπλοκή δημιουργείται όταν στο παιδί είναι εντονότερα ανεπτυγμένος ο ιδιοσυγκρασιακός παράγοντας που ονομάζουμε αμφισεξουαλικότητα. Σε αυτή την περίπτωση, δεδομένου ότι ο ανδρισμός του απειλείται με ευνουχισμό, ενισχύεται μέσα του η τάση να παρεκκλίνει προς την πλευρά της θηλυκότητας, να πάρει μάλλον τη θέση της μητέρας και να αναλάβει τον ρόλο της απέναντι στον πατέρα ως ερωτικού αντικειμένου. Ωστόσο, το άγχος του ευνουχισμού καθιστά και αυτήν τη λύση αδύνατη. Το παιδί αντιλαμβάνεται ότι είναι αναγκασμένο να υποστεί και τον ευνουχισμό αν θέλει να αγαπηθεί από τον πατέρα σαν γυναίκα. Κατ' αυτό τον τρόπο, αμφότερες οι διεγέρσεις, τόσο το μίσος όσο και η ερωτική διάθεση για τον πατέρα, οδηγούνται στην απώθηση.

Μια λεπτή ψυχολογική διαφορά έγκειται στην εγκατάλειψη του μίσους προς τον πατέρα ως συνέπεια του άγχους που γεννά ένας εξωτερικός κίνδυνος (ο ευνουχισμός). Όμως, το παιδί διαχειρίζεται την ερωτική διάθεση προς τον πατέρα ως έναν κίνδυνο γεννημένο από μια εσωτερική ενόρμηση, ο οποίος κατά βάθος ανάγεται και αυτός στον ίδιο εξωτερικό κίνδυνο. Αυτό που καθιστά μη αποδεκτό το μίσος για τον πατέρα είναι το άγχος που γεννά στο παιδί ο πατέρας. Ο ευνουχισμός είναι τρομακτικός, τόσο ως τιμωρία όσο και ως τίμημα της αγάπης. Εκ των δύο παραγόντων που απωθούν το μίσος για τον πατέρα, ο πρώτος, το άμεσο άγχος της τιμωρίας και του ευνουχισμού, πρέπει να θεωρηθεί φυσιολογικός, ενώ για την παθογόνο επίταση φαίνεται ότι ευθύνεται ο άλλος παράγοντας, δηλαδή το άγχος που γεννά η ροπή προς τη θηλυκότητα. Η έντονη αμφισεξουαλική προδιάθεση εξελίσσεται, συνεπώς, σε μία από τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη ή την επίταση της νεύρωσης. Μπορούμε να υποθέσουμε με βεβαιότητα ότι μια τέτοια προδιάθεση υφίσταται και στην περίπτωση του Ντοστογέφσκι και ότι προσλαμβάνει δυνητικά βιώσιμη μορφή (λανθάνουσα ομοφυλοφιλία) στη βαρύτητα που έχουν για τη ζωή του οι φιλίες με άνδρες, στην παράξενη τρυφερότητά του απέναντι σε ερωτικούς αντίζηλους και στην εξαιρετική κατανόησή του για καταστάσεις οι οποίες εξηγούνται μόνο υπό το πρίσμα μιας απωθημένης ομοφυλοφιλίας, όπως φανερώνουν πάμπολλα παραδείγματα από τα μυθιστορήματά του.

Αν και προσαρτάται στο Εγώ, αντιτάσσεται στο υπόλοιπο περιεχόμενό του ως ξεχωριστή ύπαρξη. Τότε την αποκαλούμε Υπερεγώ και της αποδίδουμε, ως κληρονόμου της γονεϊκής επιρροής, τις πιο βαρύνουσες λειτουργίες. Αν ο πατέρας είναι σκληρός, βίαιος και απάνθρωπος, τότε το Υπερεγώ υιοθετεί από αυτόν τις συγκεκριμένες ιδιότητες, αποκαθιστώντας εκ νέου στη σχέση του με το Εγώ την παθητικότητα που θα έπρεπε να έχει απωθηθεί. Το Υπερεγώ έχει γίνει σαδιστικό, το Εγώ γίνεται μαζοχιστικό – κατ' ουσίαν αναλαμβάνει, δηλαδή, παθητικό ρόλο γυναίκας. Ως αποτέλεσμα, δημιουργείται μια επιτακτική ανάγκη για τιμωρία μέσα στο Εγώ, το οποίο προσφέρεται, εν μέρει, ως θύμα στη μοίρα και, εν μέρει, βρίσκει ικανοποίηση στην κακοποίησή του από το Υπερεγώ (συνείδηση ενοχής). Άλλωστε, κάθε τιμωρία είναι, κατ' ουσίαν, ευνουχισμός και, ως τέτοιος, εκπληρώνει την παλιά, παθητική στάση απέναντι στον πατέρα. Εν τέλει, ακόμα και η μοίρα δεν αποτελεί παρά μια μεταγενέστερη προβολή του πατέρα.

Οι φυσιολογικές διεργασίες κατά τη δημιουργία της συνείδησης φαίνεται να είναι παρόμοιες με τις μη φυσιολογικές που περιγράφηκαν εδώ. Ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να χαράξουμε σαφή όρια ανάμεσα στις δυο τους. Στην προκειμένη περίπτωση παρατηρούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος της κατάληξης αποδίδεται στην παθητική συνιστώσα της απωθημένης θηλυκότητας. Επιπλέον, ιδιαίτερη σημασία αποκτά ο τυχαίος παράγοντας κατά πόσο ο πατέρας, που εμπνέει ούτως ή άλλως φόβο, δεν είναι και στην πραγματικότητα ιδιαίτερα βίαιος. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση του Ντοστογέφσκι, όπου το εξαιρετικά ανεπτυγμένο αίσθημα ενοχής και η μαζοχιστική διαγωγή του θα λέγαμε ότι ανάγονται σε μια ιδιαιτέρως έντονη θηλυκή συνιστώσα. Συνοπτικά, o Ντοστογέφσκι αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα ανθρώπου με εξαιρετικά ισχυρή αμφισεξουαλική προδιάθεση, ο οποίος αμύνεται με ιδιαίτερη ένταση κατά της εξάρτησής του από έναν ιδιαιτέρως σκληρό πατέρα. Αυτό το χαρακτηριστικό της αμφισεξουαλικότητας έρχεται να προστεθεί στις προαναφερόμενες συνιστώσες της προσωπικότητάς του. Επομένως, το πρώιμο σύμπτωμα των «κρίσεων που γεννά ο φόβος του θανάτου» μπορεί να ερμηνευθεί ως ταύτιση του Εγώ με τον πατέρα, την οποία το Υπερεγώ επιτρέπει εν είδει τιμωρίας. Ήθελες να σκοτώσεις τον πατέρα σου για να γίνεις ο ίδιος πατέρας. Τώρα λοιπόν είσαι εσύ ο πατέρας – μα ο νεκρός πατέρας.

Πρόκειται για τον συνηθισμένο μηχανισμό υστερικών συμπτωμάτων. Επιπλέον, τώρα σε σκοτώνει ο πατέρας. Για το Εγώ, το σύμπτωμα του θανάτου αποτελεί φαντασιωσική ικανοποίηση της ανδρικής επιθυμίας και συγχρόνως μαζοχιστική ικανοποίηση. Από την άλλη, αποτελεί ικανοποίηση της ανάγκης του Υπερεγώ για τιμωρία, άρα σαδιστική ικανοποίηση. Αμφότερα τα ψυχικά συστήματα, το Εγώ και το Υπερεγώ, εξακολουθούν να υποδύονται τον πατρικό ρόλο. Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι, διατηρώντας το περιεχόμενό της, η σχέση μεταξύ ατόμου και πατρικού αντικειμένου μετατράπηκε σε σχέση μεταξύ του Εγώ και του Υπερεγώ – με άλλα λόγια, έχουμε μια νέα εκδοχή της παράστασης σε μια δεύτερη σκηνή. Τέτοιου είδους νηπιακές αντιδράσεις, οι οποίες πηγάζουν από το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, ενδέχεται να σβήσουν αν η πραγματικότητα δεν τους παράσχει περαιτέρω τροφή. Ο χαρακτήρας όμως του πατέρα όχι μόνο παραμένει ο ίδιος αλλά μάλλον χειροτερεύει με το πέρασμα των χρόνων, συντηρώντας έτσι το μίσος για τον πατέρα και την επιθυμία του Ντοστογέφσκι να δει νεκρό αυτό τον κακό πατέρα. Τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα όταν η πραγματικότητα ικανοποιεί τέτοιες απωθημένες επιθυμίες. Τότε η φαντασίωση γίνεται πραγματικότητα, και όλα τα αμυντικά μέσα ενισχύονται.

Ως αποτέλεσμα, οι κρίσεις του Ντοστογέφσκι λαμβάνουν επιληπτικό χαρακτήρα. Ναι μεν εξακολουθούν να υποδηλώνουν την ταύτισή του με τον πατέρα εν είδει τιμωρίας, αλλά γίνονται τρομακτικές όπως και ο ίδιος ο αποτρόπαιος θάνατος του πατέρα. Είναι αδύνατον να μαντέψουμε τι είδους περιεχόμενο και, ειδικότερα, τι είδους σεξουαλικό περιεχόμενο έχουν επιπλέον αφομοιώσει.

Ένα σημείο είναι αξιοπερίεργο. Κατά το προκαταρκτικό στάδιο της επιληπτικής αύρας, ο ασθενής βιώνει μια στιγμή υπέρτατης μακαριότητας, η οποία μπορεί κάλλιστα να απορρέει από το αίσθημα θριάμβου και απελευθέρωσης που προκαλεί το άκουσμα της είδησης του θανάτου, και η οποία ακολουθείται ευθύς αμέσως από την ακόμη πιο άσπλαχνη τιμωρία. Εικάζουμε ότι μια τέτοια αλληλοδιαδοχή θριάμβου και πένθους, γιορτινής χαράς και πένθους, διέπει και τους αδερφούς της αρχέγονης ορδής, οι οποίοι σκότωσαν τον πατέρα τους, ενώ τη βλέπουμε να επαναλαμβάνεται και στην τελετουργία του τοτεμικού γεύματος. Αν αληθεύει ότι ο Ντοστογέφσκι είχε όντως απαλλαγεί από τις κρίσεις όσο βρισκόταν στη Σιβηρία, αυτό θα ερχόταν απλώς να επιβεβαιώσει την άποψη ότι, κατά τα άλλα, η τιμωρία του εκδηλωνόταν με κρίσεις. Ο ίδιος δεν τις χρειαζόταν πλέον, εφόσον είχε τιμωρηθεί με άλλο τρόπο.

Μόνο που αυτό παραμένει αναπόδεικτο. Όσον αφορά την ψυχική οικονομία του Ντοστογέφσκι, αυτή η αναγκαιότητα της τιμωρίας εξηγεί μάλλον το γεγονός ότι ο ίδιος υπέμεινε ακατάβλητος αυτά τα χρόνια της αθλιότητας και της ταπείνωσης. Η καταδίκη του Ντοστογέφσκι ως πολιτικού εγκληματία ήταν άδικη ο ίδιος δεν μπορεί παρά να το γνώριζε, αλλά δέχθηκε την άδικη τιμωρία του πατερούλη τσάρου ως υποκατάστατο της τιμωρίας που του άξιζε για το αμάρτημα κατά του αληθινού του πατέρα. Αντί να τιμωρήσει ο ίδιος τον εαυτό του, δέχθηκε να τιμωρηθεί από τον αντικαταστάτη του πατέρα του. Παρατηρούμε εδώ, ως έναν βαθμό, την ψυχολογική δικαίωση των ποινών που επιβάλλει η κοινωνία. Είναι γεγονός ότι πολλές κατηγορίες εγκληματιών επιζητούν την τιμωρία τους ενεργώντας κατ' απαίτηση του Υπερεγώ τους, το οποίο απαλλάσσεται με αυτό τον τρόπο από την ανάγκη να την επιβάλει το ίδιο.

Όσοι είναι εξοικειωμένοι με τις πολύπλοκες μεταβολές που υφίσταται η σημασία των υστερικών συμπτωμάτων θα κατανοήσουν ότι εδώ δεν επιχειρούμε να εξακριβώσουμε το νόηματων κρίσεων του Ντοστογέφσκι πέρα από το αρχικό στάδιο της εμφάνισής τους. Μας αρκεί να υποθέσουμε ότι το αρχικό τους νόημα παρέμεινε αμετάβλητο, ανεξάρτητα από τις μεταγενέστερες επισωρεύσεις. Θα λέγαμε ότι ο Ντοστογέφσκι ουδέποτε απηλλάγη από το συνειδησιακό βάρος που του δημιουργούσε η πρόθεση να σκοτώσει τον πατέρα του.

Το γεγονός αυτό προσδιόρισε και τη στάση του απέναντι στους δύο άλλους τομείς, όπου η σχέση με τον πατέρα του παίζει καθοριστικό ρόλο με άλλα λόγια, στη στάση του απέναντι στην κρατική αυθεντία και στην πίστη στον Θεό. Στην πρώτη περίπτωση, κατέληξε να υποταχθεί ολοκληρωτικά στον πατερούλη τσάρο, ο οποίος, με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Ντοστογέφσκι, είχε κάποτε στήσει στ' αλήθεια την κωμωδία της θανάτωσής του, η οποία αποτυπωνόταν τόσο συχνά στις κρίσεις του. Εν προκειμένω, υπερίσχυσε το αίσθημα της μεταμέλειας. Αντίθετα, στον τομέα της θρησκείας φαίνεται πως διατήρησε μεγαλύτερα περιθώρια ελευθερίας, δεδομένου ότι, σύμφωνα με αξιόπιστες μαρτυρίες, αμφιταλαντευόταν μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του ανάμεσα στην πίστη και στον αθεϊσμό. Η υψηλή ευφυΐα του δεν του επέτρεπε να παραβλέψει καμία από τις νοητικές δυσκολίες στις οποίες οδηγεί η πίστη.

Μέσα από την εξατομικευμένη επανάληψη της ιστορικής εξέλιξης του κόσμου ήλπιζε να βρει στο ιδανικό του Χριστού μια διέξοδο ώστε να απελευθερωθεί από το αίσθημα ενοχής, χρησιμοποιώντας ακόμα και τα ίδια του τα δεινοπαθήματα, προκειμένου να διεκδικήσει έναν ρόλο ανάλογο με εκείνον του Χριστού. Αν εντέλει δεν κατόρθωσε να απελευθερωθεί αλλά κατέληξε αντιδραστικός, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ενοχή του γιου, η οποία είναι παρούσα σε κάθε ανθρώπινο ον και στην οποία θεμελιώνεται το θρησκευτικό αίσθημα, υπήρξε στη δική του περίπτωση τόσο έντονη και υπερατομική, ώστε να παραμείνει ανυπέρβλητο εμπόδιο ακόμη και για την υψηλή ευφυΐα του. Εν προκειμένω, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη μομφή ότι εγκαταλείπουμε την αμεροληψία της ανάλυσης και υποβάλλουμε τον Ντοστογέφσκι σε αξιολογήσεις οι οποίες δικαιολογούνται μόνο από τη μεροληπτική οπτική μιας συγκεκριμένης κοσμοθεωρίας. Ένας συντηρητικός θα έπαιρνε το μέρος του Μέγα Ιεροεξεταστή και θα έκρινε τον Ντοστογέφσκι με διαφορετικό τρόπο. Η μομφή είναι δικαιολογημένη, για να τη μετριάσουμε θα λέγαμε απλώς ότι η απόφαση του Ντοστογέφσκι φαίνεται να καθορίζεται από το γεγονός ότι η νεύρωσή του παρεμπόδιζε τη σκέψη του.

Δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι τρία από τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά αριστουργήματα όλων των εποχών πραγματεύονται το ίδιο θέμα, δηλαδή την πατροκτονία: Ο "Οιδίπους Τύραννος" του Σοφοκλή, ο "Άμλετ" του Σαίξπηρ και οι "Αδερφοί Καραμάζοφ" του Ντοστογέφσκι.

Επιπλέον, και στα τρία έργα αποκαλύπτεται το κίνητρο της πράξης, η σεξουαλική αντιζηλία για τη γυναίκα. Η πιο ειλικρινής είναι ασφαλώς η προσέγγιση του θέματος στο δράμα που εμπνέεται από τον ελληνικό μύθο. Εδώ η πράξη έχει επιτελεστεί από τον ίδιο τον ήρωα.

Ωστόσο, η ποιητική επεξεργασία του μύθου δεν είναι δυνατή χωρίς τα μέσα της άμβλυνσης και της συγκάλυψης. Η γυμνή ομολογία της πρόθεσης της πατροκτονίας, όπως την επιτυγχάνουμε στην ψυχανάλυση, φαντάζει αβάσταχτη δίχως αναλυτική προεργασία. Μένοντας πιστό στα πραγματικά γεγονότα, το αρχαιοελληνικό δράμα επιτυγχάνει με αριστοτεχνικό τρόπο τον απαραίτητο μετριασμό, προβάλλοντας το ασυνείδητο κίνητρο του ήρωα στο πεδίο της πραγματικότητας σαν έναν ψυχαναγκασμό της επανάληψης ξένο προς τον ίδιο. Ο ήρωας ναι μεν επιτελεί την πράξη ακούσια και, φαινομενικά, χωρίς την επιρροή της γυναίκας, αλλά γεγονός είναι ότι ο ίδιος δεν κατορθώνει να κατακτήσει τη βασίλισσα και μητέρα παρά μόνο αφού επαναλάβει την πράξη κατά του μυθικού τέρατος το οποίο συμβολίζει τον πατέρα. Μετά την αποκάλυψη και τη συνειδητοποίηση της ενοχής του, ο ήρωας δεν επιχειρεί να την αποτινάξει επικαλούμενος το βοηθητικό κατασκεύασμα του ψυχαναγκασμού της επανάληψης, αλλά αναγνωρίζει την ενοχή του και τιμωρείται για την πράξη του σαν να πρόκειται για ένα πλήρως συνειδητό παράπτωμα. Πράγμα που, όσο κι αν φαντάζει άδικο για τη λογική μας, είναι απόλυτα ορθό από ψυχολογικής άποψης.

Στο αγγλικό δράμα τα πράγματα λειτουργούν πιο έμμεσα, δεδομένου ότι η πράξη δεν έχει επιτελεστεί από τον ίδιο τον ήρωα αλλά από κάποιον άλλον, για τον οποίο δεν έχει χαρακτήρα πατροκτονίας. Επομένως, το ανάρμοστο κίνητρο της σεξουαλικής αντιζηλίας για τη γυναίκα δε χρειάζεται να συγκαλυφθεί. Ακόμα και το οιδιπόδειο σύμπλεγμα του ήρωα αποκαλύπτεται στα μάτια μας σαν ανακλώμενο φως, μέσα από την επίδραση που έχει πάνω του η πράξη του άλλου. Μολονότι επιβάλλεται να εκδικηθεί τον φόνο του πατέρα του, όλως περιέργως δε βρίσκει τη δύναμη να το πράξει.

Γνωρίζουμε ότι το αίσθημα της ενοχής του είναι αυτό που τον παραλύει. Κατά τρόπο απολύτως ανάλογο με τις νευρωτικές διεργασίες, το αίσθημα της ενοχής του μετατίθεται στη συνειδητοποίηση της ανεπάρκειάς του να εκπληρώσει αυτή την αποστολή. Έχουμε ενδείξεις ότι ο ήρωας αισθάνεται ως υπερατομική αυτήν την ενοχή. Δεν περιφρονεί τους άλλους λιγότερο απ' ό,τι τον ίδιο του τον εαυτό: «Μεταχειριστείτε κάθε άνθρωπο όπως του αξίζει, και τότε ποιος θα είναι ασφαλής από τα χτυπήματα;».

Το μυθιστόρημα του Ρώσου κάνει ένα βήμα παραπάνω προς αυτή την κατεύθυνση. Και εδώ, τον φόνο τον έχει διαπράξει κάποιος άλλος, ο οποίος είχε, όμως, την ίδια υιική σχέση με τον δολοφονημένο, όπως ο ήρωας Ντμίτρι που ομολογεί ανοιχτά το κίνητρο της σεξουαλικής αντιζηλία, ένας άλλος αδερφός, τον οποίο, σημειωτέον, ο Ντοστογέφσκι έχει ντύσει με τη δική του ασθένεια, την υποτιθέμενη επιληψία, λες και επιζητεί να ομολογήσει ότι ο επιληπτικός, ο νευρωτικός μέσα του είναι ο πατροκτόνος. Στη συνέχεια ακολουθεί η περίφημη αγόρευση ενώπιον του δικαστηρίου, όπου οσυνήγορος του Ντμίτρι χλευάζει την ψυχολογία λέγοντας πως είναι δίκοπο μαχαίρι. Ένα εξαιρετικό μασκάρεμα, μιας και δεν έχουμε παρά να την αντιστρέψουμε για να ανακαλύψουμε το βαθύτερο νόημα της αντίληψης του Ντοστογέφσκι. Άξια χλευασμού δεν είναι η ψυχολογία αλλά η προκαταρκτική εξέταση εκ μέρους των δικαστικών αρχών. Άλλωστε, είναι αδιάφορο ποιος διέπραξε πράγματι το έγκλημα, δεδομένου ότι η ψυχολογία ενδιαφέρεται μόνο να ανακαλύψει ποιος έτρεφε μέσα του ανάλογη επιθυμία καθώς και ποιος το επιδοκίμασε αφού διαπράχθηκε. Για τον λόγο αυτό, με εξαίρεση την αντίθεση που ενσαρκώνει ο χαρακτήρας του Αλιόσα, όλοι οι αδερφοί είναι εξίσου ένοχοι – ο παρορμητικός ηδονοθήρας, ο κυνικός σκεπτικιστής και ο επιληπτικός εγκληματίας.

Στους "Αδερφούς Καραμάζοφ" βρίσκουμε μια σκηνή άκρως αποκαλυπτική για τον ίδιο τον Ντοστογέφσκι. Όταν, κατά τη διάρκεια της συζήτησής του με τον Ντμίτρι, ο στάρετς Ζωσιμάς αντιλαμβάνεται ότι ο συνομιλητής του είναι έτοιμος να διαπράξει πατροκτονία, πέφτει στα πόδια του. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποτελεί έκφραση θαυμασμού, αλλά σημαίνει ότι ο άγιος αποδιώχνει τον πειρασμό να περιφρονήσει ή να νιώσει απέχθεια για τον δολοφόνο, με συνέπεια να ταπεινώνεται ενώπιόν του.

Η συμπάθεια του Ντοστογέφσκι για τον εγκληματία είναι πράγματι απεριόριστη, δεδομένου ότι υπερβαίνει κατά πολύ τη συμπόνια στην οποία έχει δικαίωμα ο δυστυχισμένος, φέρνοντας μας στον νου το ιερό δέος με το οποίο αντιμετωπίζονταν στην αρχαιότητα οι επιληπτικοί και οι φρενοβλαβείς. Για τον Ντοστογέφσκι, ο εγκληματίας φαντάζει σχεδόν σαν σωτήρας που επωμίζεται το φορτίο της ενοχής, το οποίο θα έπρεπε διαφορετικά να φέρουν οι άλλοι. Δε χρειάζεται πλέον να διαπράξουμε φόνο αφού τον έχει ήδη διαπράξει εκείνος, αλλά του οφείλουμε ευγνωμοσύνη γι'αυτό, αλλιώς θα έπρεπε να τον διαπράξουμε οι ίδιοι. Εδώ δεν πρόκειται μόνο για συμπόνια εμφορούμενη από αγαθές προθέσεις αλλά για μια μορφή ταύτισης που πηγάζει από τις ίδιες δολοφονικές παρορμήσεις – στην ουσία πρόκειται για έναν ελαφρώς μετατεθειμένο ναρκισσισμό. Αυτό δε σημαίνει ότι αμφισβητούμε την ηθική αξία αυτής της αγαθοσύνης. Ίσως αυτός είναι εντέλει ο μηχανισμός της αγαθής ενσυναίσθησης απέναντι στον συνάνθρωπο, ένας μηχανισμός τον οποίο διακρίνουμε με περισσή ευκολία στην ακραία τούτη περίπτωση ενός συγγραφέα διακατεχόμενου από αισθήματα ενοχής. Δε χωρά αμφιβολία ότι αυτή η συμπάθεια που γεννήθηκε από το αίσθημα της ταύτισης υπήρξε καθοριστική για τη θεματολογία του Ντοστογέφσκι. Αφού πρώτα ασχολήθηκε αφενός με τον κοινό εγκληματία, που ενεργεί από ιδιοτέλεια, και αφετέρου με τον πολιτικό και θρησκευτικό εγκληματία, προς το τέλος της ζωής του επέστρεψε στον αρχέγονο εγκληματία, στον πατροκτόνο, για να καταθέσει στο πρόσωπό του την ποιητική ομολογία του.

Το παιχνίδι ήταν γι' αυτόν και ένας τρόπος αυτοτιμωρίας. Αμέτρητες φορές είχε δώσει στη νεαρή σύζυγό του την υπόσχεση ή τον λόγο της τιμής του ότι δε θα έπαιζε ποτέ ξανά ή ότι τουλάχιστον δε θα έπαιζε κατά τη συγκεκριμένη ημέρα. Μα σχεδόν πάντα αθετούσε τον όρκο του, όπως πληροφορούμαστε από την ίδια. Η απόλυτη αθλιότητα στην οποία έφερνε τόσο τον εαυτό του όσο και τη σύζυγό του, όταν επέστρεφε κοντά της έχοντας χάσει τα πάντα, του έδινε μια δεύτερη παθολογική ικανοποίηση. Κάτι τέτοιες στιγμές συνήθιζε να καταριέται τον εαυτό του και να ταπεινώνεται μπροστά της, την παρότρυνε να τον περιφρονήσει, να παραδεχτεί πως είχε μετανιώσει για τον γάμο της με έναν γέρο αμαρτωλό σαν και αυτόν.

Μα αφού ανακουφιζόταν από το βάρος της συνείδησής του, το ίδιο παιχνίδι συνεχιζόταν την επόμενη κιόλας ημέρα. Και η νεαρή γυναίκα συνήθισε αυτό τον κύκλο, βλέποντας ότι το μόνο από το οποίο μπορούσαν πράγματι να περιμένουν σωτηρία –η λογοτεχνική παραγωγή– δε σημείωνε ποτέ τόσο εκπληκτική πρόοδο παρά μόνο αφού έχαναν τα πάντα και έβαζαν ενέχυρο ό,τι είχαν και δεν είχαν. Ασφαλώς, η ίδια δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει πώς συνδέονταν μεταξύ τους τα δύο φαινόμενα. Όταν το αίσθημα της ενοχής ικανοποιούνταν από τις τιμωρίες που ο ίδιος επέβαλλε στον εαυτό του, οι δημιουργικές αναστολές του υποχωρούσαν και ο ίδιος επέτρεπε στον εαυτό του να κάνει μερικά βήματα προς την επιτυχία...

(Μετάφραση: Γιάννης Καλιφατίδης, Ηλιάνα Αγγελή)

Αφήστε το σχόλιό σας εδώ

Copyright © 2015 Non Neutral - Created By Michael Gkinnis