Ιστότοπος για ανταλλαγή απόψεων και έκφραση ιδεών

01/06/2015

Η δόμηση του ανθρώπου

Δομή στον χώρο και διάπλαση του ανθρώπινου χαρακτήρα στην προνεωτερική εποχή*

Μέρος 2ο

Του Χρήστου Κατρούτσου

Ο Αυστριακός αρχιτέκτονας Φίσερ φον Έρλαχ, αντιδιαστέλλοντας τον τυπικό ναό της αρχαιότητας από τον αντίστοιχο χριστιανικό, χαρακτήριζε τον αρχαίο ελληνικό ναό «χτισμένο προς τα έξω» και τον δεύτερο «χτισμένο προς τα έσω». Πράγματι, είτε στα Ζιγκουράτ, είτε στον αρχαίο ελληνικό ναό, με κλιμακούμενες βέβαια κοσμολογικές-φιλοσοφικές αποχρώσεις, ο πιστός προσελκύεται από το εξωτερικό του ναού, ενώ στον χριστιανικό, στην εποχή που αναφερόμαστε, προσκαλείται στο εσωτερικό του. 

Η ψυχή της χριστιανικής κοινότητας στην κοχλάζουσα ιστορική περίοδο που διανύουμε, βάλλεται από ασίγαστες επιδρομές όπως κι ο πληθυσμός μιας πόλης, για τούτο στην Παλαιοχριστιανική περίοδο ενισχύεται ο αμυντικός της χαρακτήρας. Μετά τον 7ο αιώνα, ο δημόσιος χώρος διαμορφώνεται από τη θρησκευτική ζωή. Τα ποδοβολητά στον ιππόδρομο είναι πια μακρινή ηχώ της ιστορίας, ενώ στις πλατείες ο ήχος από τα ξερά φύλλα του φθινοπώρου που σύρονται στον άνεμο ακούγεται συχνότερα από εκείνον των ανθρώπινων βημάτων. Όσο όμως εσωτερικεύεται το συναίσθημα, τόσο τα νώτα του φυσικού σώματος μένουν ακάλυπτα. Λίγο Ανατολικότερα, στην Περσία, η δυναστεία των Σασσανίδων με κυρίαρχο πρόσωπο τον Χοσρόη Α΄ (531-579 μ.Χ.) διψά για κατακτήσεις ευρισκόμενη σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Βυζαντινούς και για τη διαιώνιση του μεγαλείου της ανεγείρει επιβλητικά ανάκτορα. Ξεδιψά όμως τη γη, χρηματοδοτώντας εγγειοβελτιωτικά έργα με κανάλια που κάλυπταν αποστάσεις μεγαλύτερες των 350 χλμ., κατασκευή που κράτησε πάνω από 500 χρόνια. Και η αισθητική της όμως συμβολή δε μένει απαρατήρητη: ημιθόλια σχηματίζουν οκτάγωνα που θα γοητεύσουν τους μουσουλμάνους αρχιτέκτονες, καθώς και εκπληκτικοί γεωμετρικοί κήποι. Οι Άραβες, εκμεταλλευόμενοι τη φθορά από τις συγκρούσεις μεταξύ Περσών και Βυζαντινών, θα παρουσιαστούν στο ιστορικό θέατρο με αξιομνημόνευτα έργα. Το παιχνίδισμα φωτός-σκιάς, λόγω της διαρκούς ηλιοφάνειας στην ισλαμική ζώνη(1), η καλλιέργεια των Μαθηματικών και η αποφυγή προσωπογραφιών σε δημόσιους χώρους, ευνόησαν τα θαυμαστά γεωμετρικά μοτίβα που συναντούμε σε ισλαμικούς ναούς και ανάκτορα. Ίσως, τα μοτίβα που μορφοποιούνται από επαναλαμβανόμενα σχήματα ανακαλούν τον κανονιστικό με χαρακτήρα Δικαίου Ισλάμ αλλά και την τελειότητα των έργων του Αλλάχ συμβολίζοντας την ενότητα του κόσμου. Εξάλλου, το Ισλάμ έχει αδιαίρετο χαρακτήρα ως προς την πολιτική εξουσία (ντάουλα), τις οικονομικές συναλλαγές, την πίστη. Υπό αυτές τις συνθήκες, ένα κοσμικό κράτος δύσκολα προκύπτει. Το κοσμικό κράτος προϋποθέτει τον σεβασμό στα ατομικά δικαιώματα, την έκφραση ατομικής βούλησης (όχι στις μέρες μας προσωπικής, προσλαμβάνοντας τον άνθρωπο προσωποκεντρικά). Η Ανατολική αντίληψη και στην περίπτωση του Ισλάμ είναι προσωποπαγής (απόλυτη υποταγή στην εξουσία ενός προσώπου). Είτε πρόκειται για Χαλίφη, είτε για Ιμάμη, η εξουσία ασκείται μέσα από ανάλογες κτηριακές εκφράσεις (ανάκτορα, ναοί). Παραθέτοντας ένα σύγχρονο παράδειγμα, σε εμιράτα όπως το Κατάρ, στα Η.Α.Ε., με κυρίαρχο το Ντουμπάι όπου έχουν τροποποιηθεί οι ζώνες ελεύθερου εμπορίου, υλοποιούνται ευέλικτες και σύγχρονες αρχιτεκτονικές αντιλήψεις, ενώ σε χώρες που δεσπόζει η φτώχεια όπως η Υεμένη, με τους ιμάμηδες να αποκλείουν κάθε ξένη επιρροή, αλλά και η χιλιετής σχεδόν απομόνωση, βοήθησε στο να ευδοκιμήσει η παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Βλέπουμε για μιαν ακόμη φορά την αλληλεπίδραση αρχιτεκτονικής αντίληψης με την υπαρξιακή, οντολογική αγωνία, ακόμη και τη δεσποτεία, να τροποποιεί και τις οικονομικές συνθήκες. 

Στην Α.Ρ.Α. (Βυζάντιο) υπήρξε όπως αναφέραμε, μια συστολή και εσωτερίκευση του συναισθήματος. Αυτό διακρίνεται πρόδηλα και στους ναούς οι οποίοι δεν «θέλουν να κραυγάσουν» όπως παλαιότεροι κτηριακοί τύποι. Η αντίληψη της συνοχής αισθητοποιείται από τη σύνθεση των μερών του ναού όπως στην Αγία Σοφία, εν είδει κοινωνίας προσώπων με άπαντα τα μέρη του ναού να συγκλίνουν στον «αιωρούμενο» τρούλο, ο οποίος δείχνει να αγκαλιάζει τους πιστούς κατερχόμενος από τους ουρανούς όπως ο Ιησούς. Ακόμη και η πρόσοψη δεν έχει «εκκωφαντικά» στοιχεία ζητώντας από τον πιστό να εισέλθει σκύβοντας το κεφάλι με περισυλλογή και κατάνυξη. Κατόπιν, παραμένοντες στην αρχιτεκτονική ναών,  βρισκόμαστε στο Ρωμανικό ρυθμό. Πρόκειται για έναν βαρύ, «κρύο και άγιο» τύπο κτηρίου, όπως αναφέρθηκε σε αυτό ο ποιητής Χέλντερλιν. Το εσωτερικό χαρακτηρίζεται από ένα ημίφως, όχι τόσο μυστηριακό, και από το «δέσιμο» με τη γη, με βαρείς πεσσούς και κίονες. Ας παρατηρήσουμε ότι ο Ρωμανικός ρυθμός προκύπτει από τον συγκερασμό ρωμαϊκών και γερμανικών φύλων, που φαίνεται να του αποδίδουν ανάλογα γνωρίσματά τους. Στην εξωτερική του όμως όψη, σε μια παραλλαγή της βασιλικής, αρχίζει να αφυπνίζεται ένα συναίσθημα πρόσκλησης προς τον πιστό, με την ημικυκλική αψίδα και το ανάλογο τύμπανο που φέρει γλυπτές παραστάσεις, όπως και με τους πυργίσκους που αρχίζουν να εγείρονται. Όταν αρχίζει όμως να ξυπνά αγριεμένα και απροκάλυπτα το πνεύμα, περνάμε στον Γοτθικό ρυθμό, όπως απαξιωτικά ονομάστηκε από κατοπινούς στην Αναγέννηση, το αίτημα της οποίας ήταν η επαναφορά στο κλασσικό μέτρο. Και μπορεί το κλασσικό μέτρο να δήλωνε στον αρχαίο ελληνικό ναό ισορροπία ύλης και πνεύματος, αδιαφορώντας για το εσωτερικό του μιας και ο δημόσιος βίος είχε προτεραιότητα, μπορεί οι πυραμίδες να απηχούν την ύλη ή το πρακτικό πνεύμα υπό την επήρεια των χρονικών διαδοχών στην κατάσταση του ζωοδότου Νείλου, όμως το πνεύμα ως απερίσταλτος κρουνός, πηγάδι αρτεσιανό, εκφράζεται από εξάρσεις στους κατακόρυφους γοτθικούς πυργίσκους που ζητούν πράγματι, όχι πια αρμονικά και κλιμακωτά όπως τα Ζιγκουράτ, να λογχίσουν τον ουρανό. Δεν ενδιαφέρει στον γοτθικό ναό να υπάρξει αρμονία, αλλά η άρση του πνεύματος, που τόσο αγαπήθηκε από τον Ρομαντισμό. Σταυροθόλια με νευρώσεις, κίονες που αίρονται σε δυσθεώρητα ύψη και πρόσοψη που «μιλά» στον πιστό επιτακτικά μέσα από τη φρενίτιδα των ανάγλυφων παραστάσεων: έλα, σε περιμένουμε να υψωθείς και συ! Η γαλήνη του ναού στο «Βυζάντιο» έχει σκεπαστεί από τα νέφη της αγωνίας και της προσταγής που προσπέρασαν ακόρεστοι για ύψος οι γοτθικοί πυργίσκοι! Η κατασκευή απαλλάσσεται από το βάρος του ρωμανικού ναού και εξαϋλώνεται διάτρητη με παράθυρα από όπου εισδύει ανεμπόδιστα το φως. Το εξωτερικό φως, περνώντας από ποικιλόχρωμα βιτρώ, διακοσμεί τους «εικονοκλαστικούς», δίχως τοιχογραφίες γοτθικούς ναούς, όπως στην κατοπινή κυρίαρχη αντίληψη θα εκμετράται πια το ηθικό ανάστημα με την έξωθεν καλή μαρτυρία, τη διαφάνεια στον πουριτανισμό με το γυαλί σαν υλικό που δεν την εμποδίζει, να κυριαρχεί μετανεωτερικά στα βέλη της εποχής μας, τους ουρανοξύστες. Και μεν μέσα από όλη αυτήν τη περιδίνηση στοιχείων δεν εξαλείφεται το μυθικό στοιχείο, όμως προσέξτε πως η αυτονόμηση μερών από το όλον στον «βυζαντινό» ναό συνδηλώνει την ατομοκεντρική θεώρηση. Εδώ δεν υπάρχει το μέτρο, ο τρούλος που θα αγκαλιάσει, αλλά δηλώνονται εμφατικά ομού το χθόνιο, το ουράνιο και η κόλαση. Η ανερχόμενη αστική κοινωνία και η δύναμη μιας εκκοσμικευμένης και δογματικής Εκκλησίας συνθλίβουν το μέτρο. Οι νευρώσεις στα σταυροθόλια δείχνουν ανάγλυφα τη δύναμη που καταβάλλεται να συνθλιβεί το απροσμέτρητο μέγεθος του ανθρώπου. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο κος  Χ. Φεραίος, αρχιτέκτων-Διδάκτωρ τού ΕΜΠ(2), «εκφράζεται πια η τραγική ερημία της νοησιαρχίας». Ευτυχώς όμως, χάρη στον μύθο που επιβιώνει στη λαϊκή αντίληψη και στους γοτθικούς ναούς, αν και στην εποχή λειτούργησε και καταστροφικά, συνυπάρχει κάτι ανθρώπινο που δεν λογίζεται σε στείρους υπολογισμούς. 

Η ίδρυση μιας πόλης συνέχιζε να είναι πράξη ιερή ακόμη στον Μεσαίωνα. Στην πρώιμη πόλη συναντάμε την επίδραση της υπαίθρου και, είτε στο ορθογώνιο σχήμα, είτε ως κύκλος, ανακαλείται η λογική του αρότρου και του βοσκότοπου. Σταδιακά, ιερό και ουρμπανισμός απόκλιναν όμως, στον Μεσαίωνα ο άνθρωπος δεν είχε εγκαταλείψει την αναζήτηση του θεϊκού σχεδίου και αργότερα «στην Αναγέννηση ο αρχιτέκτονας θεωρούνταν ως ημίθεος, όταν συμμορφωνόταν με τα δημιουργήματα του Θεού»(3). Η δυναμική του γοτθικού ναού απαντάται και στους δρόμους της μεσαιωνικής κωμόπολης. «Οι όγκοι ανοίγουν ξαφνικά κι εξαφανίζονται, καθώς τους πλησιάζει κανείς ή αποτραβιέται»(4). Θα πρέπει να΄ναι κανείς τυφλός μπροστά στην αστική χάρη και ομορφιά για να διαγράψει αυτές τις πρώιμες Ευρωπαϊκές κωμοπόλεις σαν «χαοτικές», παρατηρεί ο Μ. Μπούκτσιν, με τα στρεβλά σοκάκια, τα γοητευτικά αδιέξοδα και τους στενούς καμπύλους δρόμους(4). Οι άνθρωποι, σημειώνει παρακάτω, που έκτισαν την πόλιν και τη μεσαιωνική κομμούνα, ήταν ανεξάρτητοι, μικροϊδιοκτήτες, αγρότες και τεχνίτες, για τους οποίους η αισθητική ευαισθησία συγχωνεύονταν με την εργασία, το εμπόριο και την πολιτική. Όταν το καλό γούστο ενυπήρχε στις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις, ήταν δυνατό να εμπιστευτούν στις τελευταίες την αυθόρμητη ανάπτυξη της πόλης σαν μια ζωτική οντότητα κι έργο τέχνης(5). Βέβαια, στην Αναγέννηση έχουμε μια μεταστροφή στον άνθρωπο, στάση που δηλούται και από τον γνωστότατο «άνθρωπο του Βιτρούβιου», σχέδιο του Ντα Βίντσι βάσει μιας πραγματείας του Ρωμαίου Αρχιτέκτονα Βιτρούβιου. Η ανακάλυψη μαθηματικών αναλογιών του ανθρωπίνου σώματος σηματοδοτεί στην Αναγέννηση αλλά και στον Βιτρούβιο την κυριαρχία του πρακτικού πνεύματος, ενώ για τον τελευταίο λέγεται ότι παρά τον ακραιφνή θαυμασμό του στην Ελληνική Αρχαιότητα, απεχθανόταν εκδηλώσεις όπως τα πανηγύρια και ο αθλητισμός. Στο πνεύμα της Λογικής που διαποτίζει την Αναγέννηση θα αντιτεθεί το ρεύμα του Μπαρόκ με έντονο το δραματικό και συναισθηματικό στοιχείο, δίχως να εκλαμβάνεται ο άνθρωπος σαν μονάδα όπως στον Ρομαντισμό, αλλά ως μέρος μιας ολότητας. Ύφος πομπώδες συχνά, έντονες αντιθέσεις από το φως σε εσοχές στην Αρχιτεκτονική και διαπλεκόμενοι όγκοι είναι η απέλπιδα προσπάθεια της Καθολικής εκκλησίας να συγκινήσει μέσα από το Μπαρόκ τους πιστούς, εμπρός και στην ανάδυση του Προτεσταντισμού σε χώρες του οποίου, εύλογα, δεν ευδοκίμησε το ρεύμα. Το μυθικό στοιχείο σε κτίσματα αρχίζει να ασθμαίνει σαν εξυπηρετεί ξεκάθαρα τη σκοπιμότητα μιας εγκόσμιας εξουσίας, όποια μορφή κι αν έχει. Ο ορθολογισμός, ο νους, θα καταλάβει ανεμπόδιστα την ψυχή της οντολογικής αγωνίας που σιγοκαίει στη θράκα της. Ο νους θα είναι η ψυχή της μετανεωτερικότητας. 

Τελειώνουμε την περιπλάνησή μας στις προνεωτερικές σχέσεις ανθρώπου και χώρου, αφού πια ο δρόμος έχει χορταριάσει και ρήγματα τον ρητιδώνουν απ΄την καινοφανή αντίληψη,  συρρικνώνοντάς τον σε αχνό μονοπάτι. Παράλληλα στη θέση που βρισκόμαστε, αν προσλάβουμε ευκλείδεια τον χώρο, αρχίζει ο δρόμος του ορθολογισμού. Οι πόλεις δεν είναι πλέον η εξαίρεση και ούτε απαραίτητα, όπως στη Ρώμη, στον Μεσαίωνα, οι δρόμοι οδηγούν στην ύπαιθρο. Ο αστικός χώρος φέρει τα δικά του γνωρίσματα: επιδημίες που συγκλόνισαν τις Ευρωπαϊκές πόλεις από το 1830 ως το 1870, αλλά και εξεγερτικά κινήματα. Από τον 18 αι. αναφέρει ο Φουκώ «βλέπει κανείς την ανάπτυξη ενός στοχασμού γύρω από την αρχιτεκτονική ως συνάρτηση των σκοπών και των τεχνικών διακυβέρνησης των κοινωνιών»(6). Συνεχίζει, παρατηρώντας ότι «κάθε ανάλυση της πολιτικής ως τέχνης διακυβέρνησης των ανθρώπων περιέχει απαραιτήτως ένα κεφάλαιο ή μια σειρά κεφάλαια για τον ουρμπανισμό, τις συλλογικές ανέσεις, την υγιεινή και την ιδιωτική αρχιτεκτονική. Τέτοια κεφάλαια δεν βρίσκονται στις αναλύσεις της τέχνης της διακυβέρνησης του 16ου αι.»(7). Το φαινόμενο του φιλελευθερισμού εμφανίζεται στο ορθολογικό πλαίσιο και της διακυβέρνησης δίχως παρέμβαση. Κι όμως, ακόμη και αυτός ο ορθολογισμός βάλλεται από τη μήτρα του που είναι η τυπική Λογική. «Υπάρχει μια ολόκληρη σειρά ουτοπίας ή σχέδια διακυβέρνησης της επικράτειας που αναπτύχθηκαν με βάση την προκείμενη ότι ένα κράτος μοιάζει με μεγάλη πόλη» αναφέρει ο ίδιος συγγραφέας(8). Εδώ, ελέγχεται η παραπάνω προκείμενη με σόφισμα, παρά το συμβεβηκός όπου η πόλη ευρύνεται σε κράτος, και σόφισμα ετεροζητήσεως όπου ο αποδεικτικός λόγος είναι ευρύτερος του πραγματικού. Ακόμη και στην περίπτωση της εμφάνισης των σιδηρόδρομων, στη Γαλλία αναπτύχθηκε η αντίληψη ότι αυτό το δίκτυο θα καθιστούσε αδύνατο τον πόλεμο εξαιτίας της οικειότητας που θα αναπτύσσονταν ανάμεσα στους ανθρώπους. Εδώ, διακρίνουμε την αφελή αισιοδοξία που χαρακτήρισε αργότερα και τον θετικισμό. Και πάλι, μπορούμε να διακρίνουμε σοφίσματα διαλληλίας, ψευδούς αναλογίας αλλά και ετεροζητήσεως. Μάλιστα, επειδή η ζωή δεν ακολουθεί μια γραμμική αντίληψη και μάλιστα, όπως την εκλαμβάνει μια αρχή (ανθρώπου, πολιτικής εξουσίας κτλ.), οι ίδιοι οι σιδηρόδρομοι καθιστούσαν πιο εύκολη την έναρξη ενός πολέμου, κάτι που αντιλήφθηκε ο γερμανικός στρατός αργότερα(9). Και ο Μπούκτσιν επικρίνει τον «ορθολογισμό» στην πολεοδομική διαχείριση όταν «προσπαθεί να καταστήσει ορθολογικό έναν κοινωνικό οργανισμό, που η ίδια του η ουσία είναι η ανορθολογικότητα – η παραγωγή σαν αυτοσκοπός κι η υποταγή των ανθρώπινων στόχων σε οικονομικούς»(10). Κι αυτό το φαινόμενο ακριβώς, κυρίαρχο στη μετανεωτερικότητα, μας απασχολεί σε σύγχρονες πόλεις της χώρας μας και παγκοσμίως. Πόλεις, όπου ο κάτοικος νιώθει κερματισμένος, και άνυδρες σχεδόν από υπαρκτική ελευθερία. Γιατί ακόμη και την ελευθερία δεν μπορεί να την εγγυηθεί ο νόμος και η πρόθεσή του, όσο κι αν είναι άδολη, και τούτο μαρτυρείται καθημερινά. Η ελευθερία πρέπει να ασκείται δίχως μονομερείς αντιλήψεις. Η οντολογική, υπαρξιακή αγωνία, χρέος των αρχιτεκτόνων, διαμορφωτών του χώρου, των κατοίκων και ιδίως της πολιτικής ηγεσίας, αν είναι σωστό να τη διαχωρίσουμε από τους πολίτες, πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψιν ότι η δόμηση του χώρου δεν αφορά μόνον όρους μιας κοντόθωρης, χρησιμοθηρικής εκμετάλλευσης. Οφείλουμε να δώσουμε διάρκεια στις κτιστές μας στιγμές, να σεβαστούμε το φυσικό περιβάλλον αποδίδοντάς του χώρο που στερήσαμε μετατρέποντας αυτό και εαυτούς σε χέρσο τοπίο. Δεν πρόκειται για επιστροφή στον πρωτογονισμό, αλλά για βλέμμα που στρέφεται πέρα από το εφήμερο, μιας και εκπονούνται ήδη σχέδια για τις μελλοντικές πόλεις λαμβάνοντας υπόψη την ελπιδοφόρα μεταστροφή που, σε ικανοποιητικό βαθμό, μπορεί να δώσει ξέφωτο ελπίδας στον κατακερματισμένο κάτοικο. Η επιστροφή του μυθικού στοιχείου, της οντολογικής, υπαρξιακής αγωνίας, συνάδει με τα παραπάνω ακόμη και με «πρωτεϊκές» παραλλαγές της όπως η ουτοπική αρχιτεκτονική. Ουτοπική, αλλά εφαρμοσμένη σε αρκετές περιπτώσεις εδώ και δεκαετίες, χωρίς να αίρεται η λειτουργικότητά της. Η φαντασία στο κτίζειν τολμά να διακριθεί από τα μέτρα μιας στείρας εποχής, ούσα το βάθρο και η οροφή της και όταν δεν μεριμνούμε για αυτήν, το έργο είναι σαθρό όπως και διάτρητη η οροφή. Μέσα από τα κτίσματά μας μπορούμε να επιστρέψουμε στο μέλλον, να δεξιωθούμε το παρελθόν στο τώρα, ώστε τα κτίσματα να αρθούν πέρα απ' το φραγμό του χρόνου. Ομοίως και ο άνθρωπος που για τούτο διψά: την υπέρβασή του από το εφήμερο, για ουρανό όπως σημαίνει η ποιητική ευαισθησία του Μ. Σαχτούρη, που θα προσφέρει άνοιξη στην ξεραμένη γη. «Εκείνο που σου προσάπτουν τα χελιδόνια είναι η άνοιξη που δεν έφερες...» λέει ο Οδυσσέας Ελύτης, και εμείς προσθέτουμε: οι αρνητές της άνοιξης θα βρεθούν στο έλος των καιρών.

(*Το παρόν άρθρο είναι αναδημοσιευμένο από την Ιστοσελίδα "Αντίφωνο")

Χρήστος Κατρούτσος

(1) Πηγή: http://earth.rice.edu/MTPE/geo/geosphere/hot/energyfuture/Sunlight.html

(2) Χ. Φεραίος: Αρχιτεκτονική και τραγικό! – Μνήμη Π. Α. Μιχελή, πηγή: Αντίφωνο, antifono.gr

(3) Μάρραιη Μπούκτσιν, ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, μτφρ.: Γιώργος Νταλιάνης, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, β' έκδοση, 1979, σελ. 90

(4) Λιούς Μάμφορντ, Η Πόλη στην Ιστορία, Νέα Υόρκη: Τζοβάνοβιτς, 1961, σελ. 277

(5) Μάρραιη Μπούκτσιν, ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, μτφρ.: Γιώργος Νταλιάνης, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, β' έκδοση σελ. 84

(6) Στο ίδιο, σελ. 85

(7) Μισέλ Φουκό, εξουσία, γνώση, και ηθική, μτφρ.: Ζήσης Σαρίκας, εκδ. ύψιλον, Αθήνα, 1987 σελ. 51

(8) Στο ίδιο, σελ. 52

(9) Στο ίδιο, σελ. 53

(10) Μάρραιη Μπούκτσιν, ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, σελ. 90, β' έκδοση, 1979, μτφρ.: Γιώργος Νταλιάνης, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, σελ. 86

Αφήστε το σχόλιό σας εδώ

Copyright © 2015 Non Neutral - Created By Michael Gkinnis