Το 1967 ήταν η χρονιά κατά την οποία η rock μουσική θα άλλαζε δραματικά. Η έννοια του rock, όχι μόνο ως ακούσματος πλέον αλλά ως βιώματος, θα έρχονταν αντιμέτωπη με την ως εκείνη τη στιγμή επικρατούσα pop αντίληψη. Οι Beatles έμπαιναν στην τελική ευθεία της διαδρομής τους ηχογραφώντας το "Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band", οι Rolling Stones ταρακουνούσαν όλο και περισσότερο την αγγλική –και όχι μόνο– τάξη πραγμάτων με νέα και πικάντικα σκάνδαλα, τα πρώτα super-groups έκαναν τη δυναμική τους εμφάνιση [Cream, Traffic] ή την τελική τους αντεπίθεση πριν από τη διάλυση τους [Yardbirds]. Ήταν επίσης η χρονιά του Monterey Pop Festival, η χρονιά που το πνεύμα της δεκαετίας του ’60 θα έβρισκε την έκφραση του μέσα από τις μαζικές εκδηλώσεις όπως τα festivals παντός είδους, ήταν η χρονιά του Summer Of Love. Μέσα από τις διοργανώσεις των festivals οι live εμφανίσεις των μουσικών απαιτούσαν νέα χαρακτηριστικά και άλλαζαν οριστικά προς την ένταση, το μέγεθος και την απήχηση τους.
Ήταν το χρονικό σημείο όπου η rock μουσική θα άρχιζε να είναι όχημα εξελίξεων και μηνυμάτων σε επίπεδο διαφορετικό από αυτό των απλών showbiz. Ή, τουλάχιστον, αυτό ήλπιζαν πολλοί και εκμεταλλεύτηκαν ακόμη περισσότεροι. Ήταν η χρονιά του τέλους της αθωότητας του –όπως και να έχει– νέου μουσικού ιδιώματος.
Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο σημειώνεται για δεύτερη φορά την ίδια δεκαετία μια «εισβολή» από τα βρετανικά νησιά στις Ηνωμένες Πολιτείες, μόνο που αυτή τη φορά δεν χαρακτηρίζεται από το πλήθος, αλλά από την μοναξιά του «εισβολέα». Πρόκειται για έναν και μόνο άνθρωπο, συνεπικουρούμενο από έναν μπασίστα και έναν ντράμερ – αμφότεροι Βρετανοί.
Ο νέος εισβολέας είναι Αμερικανός, μαύρος και έρχεται να σαρώσει τα πάντα μέσα στη θύελλα που ο ίδιος δημιουργεί και ελέγχει [;] με την ηλεκτρική του κιθάρα. Εφορμά από το Λονδίνο όπου είχε εγκατασταθεί για ένα σύντομο διάστημα μερικών μηνών. Ας πάρουμε όμως την ιστορία από την αρχή.
Ο Johnny Allen Hendrix γεννιέται στις 27 Νοεμβρίου του 1942 στο King County Hospital του Seattle, την πόλη που πενήντα χρόνια αργότερα θα γινόταν η μητρόπολη του grunge. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο πατέρας του Al αλλάζει το όνομα του παιδιού σε James Marshall.
Σε ηλικία 16 περίπου ετών ο Jimmy αποκτά την πρώτη του κιθάρα. Αυτό αποδείχθηκε ως μια πολύ σημαντική διέξοδος και κάποιο σταθεροποιητικό στοιχείο για έναν έφηβο, του οποίου τα παιδικά χρόνια σημαδεύτηκαν από τον ταραγμένο γάμο των γονιών του που κατέληξε σε διαζύγιο, μια μάλλον προβληματική πορεία στο σχολείο και τον θάνατο της μητέρας του το 1956.
Την πρώτη του εμφάνιση πραγματοποιεί –ως Jimmy ακόμη– το 1959 με τους Rocking Kings, ένα group του Seattle, αργότερα μετονομασθέντες σε Tom Cats. Το 1960 αφήνει το σχολείο και τον Μάιο του ’61 συλλαμβάνεται για κλοπή αυτοκινήτου. Στο τέλος του ίδιου μήνα κατατάσσεται στον αμερικανικό στρατό ως αλεξιπτωτιστής τριετούς υποχρέωσης, απολύεται όμως μόλις ένα χρόνο αργότερα λόγω ενός κατάγματος στον αστράγαλο.
Αν εξαιρέσει κανείς αυτό το διάστημα του ενός έτους στον στρατό, ο Hendrix περνάει τα χρόνια από το ’59 ως το ’66 στον δρόμο. Συμμετέχει σε πολλά r’n’b σχήματα, ξεκινώντας από του King Kasuals με μπασίστα τον Billy Cox, πρώην συνάδελφο στον στρατό και μεταγενέστερο συνεργάτη στα τέλη της δεκαετίας των 60’s, και συνεχίζοντας με τους B.B.King, Sam Cooke, Jackie Wilson, Impressions, Isley Brothers, Ronettes, Valentinos [συγκρότημα του Bobby Womack, που είχαν πρωτοηχογραφήσει το "It’s All Over Now" το οποίο αργότερα διασκεύασαν και οι Rolling Stones].
Ο Hendrix κάνει το ντεμπούτο του στη δισκογραφία σε κάποια singles που ηχογραφεί στα τέλη του '63 και αρχές του '64 ο σαξοφωνίστας Lonnie Youngblood. Ωστόσο η πρώτη του σημαντική εμφάνιση στο βινύλιο πραγματοποιείται με τους Isley Brothers στο single τους "Testify" του 1964. Ο Jimmy έμεινε με τους Isley Brothers για μερικούς μήνες το 1964 και αγόρασε με τα χρήματα που κέρδισε την πρώτη Fender κιθάρα του.
Το 1965 και μέχρι τα τέλη του '66 ο Hendrix συνεχίζει την καριέρα του ως sideman δουλεύοντας με τον King Curtis και τον Curtis Knight. Στα τέλη του 1965 μεταπηδά στο group του Little Richard στα πλαίσια της περιοδείας του εκείνη τη χρονιά. Το φθινόπωρο του 1965, ως Jimmy James And The Blue Flames υπογράφει το πρώτο του συμβόλαιο, τριετούς διάρκειας, με την εταιρία PPX Productions του Ed Chalpin, manager και παραγωγού του Curtis Knight. Η προκαταβολή του ήταν ένα δολάριο και είχε λαμβάνειν 1% επί των δικαιωμάτων σε κάθε πλευρά δίσκου που θα ηχογραφούσε με τον Curtis Knight και το συγκρότημα του, τους Squires.
Το σημαντικότερο όμως συνέβη το καλοκαίρι του 1966: ο μπασίστας των Animals, Chas Chandler βλέπει τον Hendrix και τους Blue Flames στο Cafe Wha? του Greenwich Village της Νέας Υόρκης και μένει έκπληκτος από τον ήχο και την performance του. Καθώς ο πρώην Animal αναζητεί μια αφορμή για μια νέα καριέρα ως manager και παραγωγός, πείθει τον Jimmy να μετακομίσει στο Λονδίνο, όπου υπάρχει πρόσφορο έδαφος λόγω του όλου κινήματος της αναβίωσης των blues, και να ξεκινήσει μια νέα καριέρα. Επρόκειτο για μια κίνηση που θα σηματοδοτούσε πολλές εξελίξεις, όχι μόνο για τον ίδιο τον Hendrix [ο Chandler θα άλλαζε το όνομα από Jimmy σε Jimi] αλλά για ολόκληρη τη μουσική.
Στο Λονδίνο μετά από κάποιες πρόβες και ακροάσεις μουσικών σχηματίζεται ένα νέο group, με την προσθήκη του Noel Redding στο μπάσο [μέχρι τότε υποψήφιο κιθαρίστα των Animals] και τον John "Mitch" Mitchell στα drums[πρώην Screaming Lord Sutch, Riot Squad και Goergie Fame]. Οι Jimi Hendrix Experience είχαν μόλις γεννηθεί.
Όλα τα παραπάνω είχαν ολοκληρωθεί μέχρι τα τέλη του 1966 – για την ακρίβεια, οι Jimi Hendrix Experience φέρονται να πρωτοσυγκροτήθηκαν σε σώμα στις 6 Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς.
Με τις αρχές του 1967 το group είχε αρχίσει να αποκτά φήμη στους pop κύκλους του Λονδίνου, η οποία προέκυπτε από τη μετάδοση των εντυπώσεων από στόμα σε στόμα και κυρίως μεταξύ των μουσικών που σύχναζαν σε μικρά clubs ή cafes όπου εμφανίζονταν οι Experience, όπως το Seven And A Half, The Speakeasy και κυρίως το The Revolution Bag O' Nails. Τον Ιανουάριο του '67 εμφανίζονται ως support group των Who σε ένα από τα "Sunday At The Saville Theatre" shows, σύλληψης και διοργάνωσης του γνωστού κυρίου Brian Epstein. Ήδη από τις αρχές του μήνα το πρώτο single του συγκροτήματος "Hey Joe" είχε μπει στους καταλόγους επιτυχιών της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ στα μέσα Μαρτίου κυκλοφορεί το δεύτερο single "Purple Haze".
Από τις 31 Μαρτίου έως τις 30 Απριλίου οι Experience περιοδεύουν σε όλη τη Μεγάλη Βρετανία μαζί με τους Cat Stevens, Engelbert Humberdink, Sounds Incorporated και επικεφαλείς τους Walker Brothers. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιοδείας ο Hendrix πρωτοπαρουσιάζει την εκπληκτική του παράσταση, η οποία αφήνει τους πάντες άφωνους. Οι εκκεντρικότητες του Hendrix στη σκηνή του δημιουργούν όμως προβλήματα με τους διοργανωτές, που φοβούνται για ζημιές και καταστροφές στα κατά τόπους θέατρα που φιλοξενούν τις «παραστάσεις». Στις 5 Μαΐου του '67 κυκλοφορεί το τρίτο single "The Wind Cries Mary" και δυο μέρες αργότερα οι Jimi Hendrix Experience εμφανίζονται ως πρώτο όνομα στο Sunday At The Saville.
Στις 12 Μαΐου κυκλοφορεί στη Μεγάλη Βρετανία το πρώτο lp του group με τίτλο "Are You Experienced?" και μοναδικό αντίπαλο στη μάχη των charts το "Sgt.Pepper's…" των Beatles, το οποίο το κρατά και στη δεύτερη θέση του καταλόγου επιτυχιών. Το album περιέχει, μεταξύ άλλων, το κλασσικό πλέον "Red House", το οποίο μάλιστα εμφανίζεται διασκευασμένο στον τελευταίο δίσκο του John Lee Hooker. Στο "Are You Experienced?" γίνονται σαφείς οι μουσικές προθέσεις του Hendrix: βάση είναι το blues, το οποίο όμως έχει από εδώ και περά πολύ διαφορετική μορφή και ενσωματώνει όλα σχεδόν τα λυρικά στοιχεία και μουσικά σχήματα που ο Hendrix επιθυμεί και οραματίζεται, θέτοντας το σε μια τροχιά ιλιγγιώδους εξέλιξης και εκκωφαντικής έντασης. Λίγες εβδομάδες μετά την κυκλοφορία του album, οι Jimi Hendrix Experience ετοιμάζονται για την πρώτη αμερικανική περιοδεία τους και ο Hendrix δηλώνει: «Δεν πιστεύω ότι θα καταφέρουμε στις Ηνωμένες Πολιτείες όσα καταφέραμε στη Βρετανία. Εκεί οι άνθρωποι είναι πολύ πιο στενόμυαλοι».
Στις 18 Ιουνίου 1967 ο Hendrix ξεκινά την αμερικανική περιοδεία του, θριαμβευτικά επιστρέφων, στο Monterey Pop Festival. Εμφανίζεται αμέσως μετά τους Who, προλογιζόμενος από τον Brian Jones και μετά τις επίμονες προσπάθειες των τεχνικών να ξαναστήσουν τη σκηνή, την οποία είχαν διαλύσει ο Townshend και οι ακόλουθοι του στα εξ ων συνετέθη. Ο Hendrix με την εμφάνιση του παραδίδει τα πάντα, μεταφορικά και κυριολεκτικά, στις φλόγες. Κλείνει το set του με το "Wild thing" των Troggs, με το οποίο πυρπολεί τις ψυχές, τα μάτια και τα αφτιά του ακροατηρίου του και, φυσικά, την κιθάρα του. Οτιδήποτε πριν και μετά από αυτόν έμοιαζε να μην έχει σημασία…
Η εμφάνιση του Hendrix στο Monterey και η δική του εκδοχή για ένα τότε ήδη κλασσικό rock κομμάτι όπως το "Wild Thing" θα ήταν αρκετές για να τον εισάγουν στο πάνθεον του rock 'n' roll και να γραφτεί με χρυσά γράμματα το δικό του κεφάλαιο της rock ιστορίας ή μυθολογίας. Αντίθετα με τους φόβους και τις προβλέψεις του, η επιστροφή του στην Αμερική μετά τη σχεδόν εννιάμηνη εξορία του στη Βρετανία έτυχε ενθουσιώδους ανταπόκρισης και αποδοχής.
Την ένταση της στιγμής, το κάψιμο της κιθάρας του φαίνονταν να είναι το λιγότερο που ο Jimi μπορούσε να κάνει για να εκφράσει τις ευχαριστίες του στους νέους, εκστασιασμένους θαυμαστές του. Ήταν μια κίνηση σχεδόν απελπισμένη, καθώς εν είδει θυσίας εξέφραζε την αγάπη του για το μέσον έκφρασης του και κατεδείκνυε τη δραματική του ανάγκη να δείξει την ευγνωμοσύνη του στον κόσμο, προσφέροντας τους την ψυχή του στις φλόγες μέσα από αυτήν την συμβολική κίνηση. Ήταν μια κίνηση που συνόψιζε στα λίγα λεπτά της διάρκειας της αυτό που λέγεται πνεύμα του Rock 'n' Roll. Ήταν εν τέλει η εξωτερίκευση της «ψυχής» του Hendrix, όπως ήταν όλα όσα χαρακτήριζαν τη μουσική του ιδιοσυγκρασία και ιδιαιτερότητα. Αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο στοιχείο που διαφοροποιεί τον Hendrix από τους υπόλοιπους απο- και επι-βιώσαντες της δεκαετίας του '60 - με την εξαίρεση ίσως του Brian Jones. Καθώς τα εκφραστικά του μέσα ξεγύμνωναν και παρέδιδαν την ψυχή του, είναι πλέον δύσκολο για τους μεταγενέστερους να τον αντιμετωπίσουν νοσταλγικά, ως μια ανάμνηση από εκείνη τη δεκαετία. Σε κάθε περίπτωση θα ήταν άδικο κάτι τέτοιο και εν πάση περιπτώσει άσκοπο. Ίσως όλα αυτά να αποδεικνύονται και εκ των πραγμάτων, καθώς ο Hendrix ποτέ δεν αποτέλεσε –μέχρι σήμερα τουλάχιστον– αντικείμενο, για παράδειγμα, της μυθοπλαστικής βιομηχανίας του Hollywood, όπως ο ψυχαναγκαστικός αντικομφορμισμός του Morrison.
Η συμβολή του Hendrix δεν περιορίζεται σε βερμπαλιστικές εκδηλώσεις εναντίωσης στο κατεστημένο κλπ, αλλά είναι μια διαρκής ψυχική αναζήτηση και έκφραση που απευθύνονται ακόμα και σήμερα στην αντίστοιχη αναζήτηση και ανάγκη του «ακροατή» να διοχετεύσει τις ανησυχίες, τα οράματα και τις ελπίδες του. Όχημα όλων αυτών ήταν η μουσική –ή μάλλον οι ήχοι– και αυτός είναι ο λόγος που ο Hendrix ακόμα και σήμερα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο του, ακούγεται τόσο επίκαιρος και φρέσκος. Το πλήθος των μετά θάνατο μιμητών του, τόσο ως προς τον ήχο όσο και ως προς την εμφάνιση [βλ. Prince της περιόδου του "Purple Rain"], συχνά μας εμποδίζει να συλλάβουμε την έκταση, την ένταση και το βάθος της μουσικής «εμπειρίας» που αποτελούσε το άκουσμα στην εποχή του. Γι' αυτό και όταν κανείς συνειδητοποιήσει το γεγονός αυτό, όχι απλώς τείνει να υποτιμήσει τις απομιμήσεις, αλλά κυρίως να αναγνωρίσει ότι ο Hendrix είναι η ζωντανή ψυχή του σύγχρονου rock 'n' roll. Δεν είναι τυχαίος ούτε ο ήχος των Sonic Youth ούτε των Living Color, των Red Hot Chili Peppers ή των Dinosaur Jr και της λεγόμενης σκηνής του Seattle. Όπως επίσης δεν είναι τυχαίο ότι ο Ice T [με τους Body Count] μέσα στις μουσικές –και όχι μόνο– ακρότητες του επέλεξε να ερμηνεύσει και αυτός το "Hey Joe" [αποδίδοντας φόρο τιμής ίσως;] προσπαθώντας να επαναπροσδιορίσει τα μηνύματα του, προσκολλώντας όμως σχεδόν απολύτως στην κατά Hendrix εκδοχή του κομματιού, ο οποίος με τη σειρά του είχε αποδεχθεί την άποψη του Tim Rose.
O Hendrix είχε αφιερώσει την ζωή του στην αναζήτηση των καλύτερων τρόπων έκφρασης των οραμάτων του στην ηχητική διάσταση και αυτό τον οδηγούσε στη δημιουργία μιας νέας κιθαριστικής φρασεολογίας, απίστευτης εκφραστικότητας, δυναμικής και ορχηστρικού εύρους. Αρχικά με το δεύτερο lp των Experience "Axis: Bold As Love", που κυκλοφόρησε στα τέλη του 1967, διαφαίνονται οι διαθέσεις του. Παρότι το album είναι ριμιξαρισμένο σχεδόν στο πόδι μέσα σε έντεκα [!] ώρες λόγω προστριβών του Hendrix με τον Chandler και του αγχωτικού deadline κυκλοφορίας του, παρουσιάζονται η λυρικότητα και η συνθετική δεινότητα του, με αποκορύφωμα τη συγκλονιστική μπαλάντα "Little Wing", ένα αριστούργημα δυόμισι περίπου λεπτών, που όποιος ασχολήθηκε μαζί του αργότερα διασκευάζοντας το, μάλλον κάκιστα έπραξε.
Η αυξανόμενη χρήση διαφόρων μέσων και ηχητικών εφέ –όπως τα wah-wah, feedback, παραμορφωτές και, φυσικά, η ένταση των ενισχυτών από τον Hendrix– μεταμόρφωσαν σταδιακά το rock 'n' roll και κυρίως τον τρόπο που θα παιζόταν η κιθάρα μετά από αυτόν.
Με το τρίτο διπλό lp των Experience "Electric Ladyland", που κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του '68, ο Hendrix είχε για πρώτη φορά τον χρόνο, τα χρήματα και την ευκαιρία να εκφράσει αυτό που πραγματικά ήθελε ή τουλάχιστον να πλησιάσει σχεδόν το απόλυτο. Αυτό ήταν το μόνο album που κυκλοφόρησε όσο ζούσε και είχε τον απόλυτο έλεγχο, από τον σχεδιασμό και τη σύνθεση ως την ενορχήστρωση και την παράγωγη. Ήταν επίσης το πρώτο album με guest μουσικούς εκτός του βασικού group, που τον βοήθησαν να επιτύχει τον ήχο που επιθυμούσε, χαρακτηριστικό δείγμα του οποίου είναι η τρίτη πλευρά του album, που κατακλύζεται από τον «υποβρύχιο» ήχο της κιθάρας και τις εμμονές του Hendrix στα ηχητικά πειράματα.
Η μεγαλύτερη αδικία που μπορούσε να διαπραχθεί αναφορικά με τον Hendrix είναι να μην αναγνωρισθεί η προσφορά του στα πλαίσια της αμερικανικής μαύρης μουσικής. Αρχικά το marketing τον είχε προβάλει ως «wild man» του rock 'n' roll και κατά συνέπεια το μαύρο κοινό έτεινε να τον απορρίψει ως αρνητή της μουσικής του ρίζας. Ήταν όμως μια πλάνη, που προέκυπτε από τη ριζοσπαστική μορφή που ο Hendrix είχε δώσει στη μουσική των προγόνων του, το blues. Αυτός εκτόξευσε τα blues σε μια νέα διάσταση και μαζί με τους Sly & The Family Stone και Miles Davis ίσως να αποτελούν τους σημαντικότερους ανανεωτές της μαύρης μουσικής. Τα πειράματα του με funk ρυθμούς, το heavy blues, τη χρήση ηλεκτρονικών ηχητικών κολάζ στο studio έθεσαν τα θεμέλια για τα νέα μουσικά ιδιώματα, που τα επόμενα χρόνια έμελλε να εμφανιστούν. Σεβόμενοι το μεγαλείο του Miles Davis, οφείλουμε να αποδώσουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στη μαρτυρία του για τον Hendrix: «Η μουσική που άκουγα περισσότερο το 1968 ήταν η μουσική του J.Brown, του μεγάλου κιθαρίστα Jimi Hendrix και […] των Sly & The Family Stone. Αλλά ο Hendrix ήταν αυτός που τράβηξε πρώτος το ενδιαφέρον μου […] Εκείνος άρχισε να ενσωματώνει όσα του έλεγα μέσα στους δίσκους του. Ήταν φοβερός. Με επηρέασε όπως τον επηρέασα και εγώ, γιατί έτσι φτιάχνεται πάντα η καλή μουσική. Ο ένας δείχνει στον άλλο και ύστερα προχωράει παραπέρα […], ο Hendrix βγήκε μέσα από τα blues όπως και εγώ. Αυτό μας έκανε να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο. Ήταν ένας μεγάλος κιθαρίστας των blues».
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Davis και ο Hendrix σχεδίαζαν μια μουσική σύμπραξη, η οποία λόγω ατυχών συμπτώσεων δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, τουλάχιστον δισκογραφικά. Προς ενίσχυση των ανωτέρω περί σεβασμού του Hendrix προς τη μουσική του προέλευση, αξίζει να ακούσει κανείς τα "Hear My Train A Comin'" και "Red House" όπως εμφανίζονται στο lp "Soundtrack Recording From The Film Jimi Hendrix". Πρόκειται για δυο δικές του συνθέσεις που αποδίδουν με τον καλύτερο και αυθεντικότερο τρόπο το blues, όπως ο Jimi το είχε στην ψυχή του. Στο ίδιο πλαίσιο, το "Voodoo Chile" από το "Electric Ladyland" με τις αναφορές του στις υπερφυσικές δυνάμεις και στις μαγικές μεταμορφώσεις των δοξασιών των αφρικανικών θρησκειών μας πείθει ότι πρόκειται για ένα «μαύρο» κομμάτι, που εκτοξεύει το blues και όλη του την παράδοση πέρα από τη στρατόσφαιρα και τοποθετεί τον Hendrix κάπου δίπλα στον Robert Johnson…
Η διαφοροποίηση του Hendrix από τους υπόλοιπους ομότεχνους του της δεκαετίας του '60 –μαύρους και λευκούς– εντοπίζεται στη διοχέτευση της δραστηριότητας του αποκλειστικά και μόνο μέσα στη μουσική του, όπως αυτή ξεχείλιζε μέσα από τους ενισχυτές του. Γι' αυτό και ποτέ του δεν αποτέλεσε μέλος κάποιας «σκηνής» της Ανατολικής ή της Δυτικής Ακτής ούτε και αυτής των «αναβιωμένων» blues της Βρετανίας, από όπου τυπικά ξεκίνησε. Έδρα του ήταν πάντα το studio και η σκηνή, τα μέρη δηλαδή όπου αναζητούσε να βρει αλλά και να εκφράσει το όραμα που είχε η ψυχή του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα και απόδειξη για όλα τα ανωτέρω η συμμετοχή του στο Woodstock, στις 4 Σεπτεμβρίου του 1969, με το νέο του σχήμα Gypsy Sons & Rainbow. Καθώς όλοι ένωναν τις κραυγές τους ενάντια στο Βιετνάμ και στις συνέπειες του, ο Hendrix με τους ήχους που εκτόξευε επί σκηνής, υποκαθιστώντας βόμβες, αεροπλάνα, αεροπορικές επιδρομές και εκρήξεις, μετέφερε τους παρόντες –άφωνους και εκστασιασμένους– σε ένα πεδίο μάχης χωρίς δυνατότητα διαφυγής και σωτηρίας [The Star Spangled Banner].
Η εκφραστικότητα όμως του Jimi Hendrix κατακτά το απόλυτο με τη διασκευή του στο "All Along The Watchtower" του Bob Dylan, ενός –σημειωτέον– από τους αγαπημένους του συνθέτες. Πρόκειται μάλλον για την καλύτερη διασκευή που έχει γίνει ποτέ σε τραγούδι. Η σκληρή ειρωνεία των στίχων αλλά και της ερμηνείας του Dylan μεταμορφώνεται σε μια αγωνιώδη κραυγή απόγνωσης, χαρακτηριστική του τέλους της δεκαετίας. Είναι ένα κομμάτι που συνοψίζει όλη την τεχνοτροπία και την εκφραστική δεινότητα του Hendrix μέσα από τα εναλλασσόμενα rhythm και lead μέρη της κιθάρας του.
Τα τέσσερα solos κιθάρας αλληλοσυμπληρώνονται με τους στίχους του Dylan και τους δίνουν μια νέα διάσταση και ερμηνεία. Κάθε solo ακολουθεί μια στροφή και φαίνεται σαν να προσπαθεί να ερμηνεύσει τα δια των λέξεων εκφραζόμενα δίνοντας στο κομμάτι μια ανατριχιαστική βαρύτητα, καθώς θα μπορούσε να είναι η επιτομή της αγωνίας μιας γενιάς και μιας δεκαετίας που τα όνειρα τους είχαν ήδη αρχίσει να πέφτουν στον γκρεμό.
Ήδη πριν από το Woodstock οι Experience αποτελούσαν παρελθόν και από τα μέσα του '69 και έπειτα άρχισε να ασχολείται με το υλικό ενός σχεδιασμένου διπλού lp, του "First Rays Of The New Rising Sun", και συγχρόνως να αναζητεί νέους συνεργάτες. Αποτέλεσμα αυτών των αναζητήσεων ήταν η συνεργασία του με τον μπασίστα Billy Cox και τον ντράμερ Buddy Miles, με τους οποίους σχηματίζει την Band Of Gypsies και εμφανίζεται στο Filmore East στις 31 Δεκεμβρίου του '69 και την πρωτοχρονιά του '70. Οι εμφανίσεις αυτές ηχογραφούνται και ένα album με τίτλο "Band Of Gypsies" κυκλοφορεί τον Ιούνιο του '70, έξι μήνες μετά τη διάλυση του group.
Στις 30 Αυγούστου του '70 ο Hendrix εμφανίζεται στο Isle Of Wight Festival, ενώ λίγες μέρες μετά είναι με τον Eric Burdon και τους War στο Ronnie Scott's Club του Λονδίνου. Αυτή είναι η τελευταία του εμφάνιση…
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1970 ένα ασθενοφόρο μεταφέρει τον Jimi Hendrix από το ξενοδοχείο του στο νοσοκομείο γύρω στα μεσάνυχτα, όπου απλώς διαπιστώνεται ο θάνατος του από αναρρόφηση, εξαιτίας της ανάμειξης βαρβιτουρικών και αλκοόλ.
Η δεκαετία του '60 τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει έναν μουσειακό χαρακτήρα που κάθε τόσο εκφράζεται με κάθε είδους αναβιώσεις, ξεκινώντας από τη μόδα και καταλήγοντας στην τέχνη και τη μουσική. Τα ζωτικά στοιχεία όμως αυτής της δεκαετίας έχουν εξουδετερωθεί και ατονήσει μέσα από μια διαδικασία αναβίωσης, η οποία έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι τα οράματα και τα ζητούμενα των 60's είναι μη ρεαλιστικά.
O Hendrix, αν και νεκρός, είναι μάλλον ο τελευταίος επιζών αυτής της δεκαετίας και της προαναφερθείσης νεκροφιλικής διαδικασίας. Η μουσική του έχει ακόμη την ορμή και ζωντάνια ώστε να μας οδηγεί προς τις πρόωρα χαμένες οάσεις της ψυχής μας.
Κανένας άλλος δεν κατάφερε όπως αυτός να κάνει πραγματικότητα τις ψυχεδελικές του εντυπώσεις και να τις φορτίσει τόσο πολύ συναισθηματικά προτού τις προσφέρει στις μάζες. Αυτό μάλλον τον έκανε να πιστεύει ότι μπορεί να επικοινωνήσει με τα θεία, συνειδητά ή όχι. Θα μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει έτσι πολλά από τα πεπραγμένα του. Ήταν ένας μεταφυσικός και μάγος της υψηλότατης κατηγορίας.
Ιστότοπος για ανταλλαγή απόψεων και έκφραση ιδεών